Σκέφτηκα όσα μου είχε πει το προηγούμενο βράδυ ο Κρατερός. Γιατί διάλεξα πραγματικά αυτή τη δουλειά, τι περίμενα όταν σκάλιζα δύσκολες και επικίνδυνες υποθέσεις. Ίσως τελικά πολλά από τα δήθεν ατυχή γεγονότα στη ζωή μου να τα προκαλούσα ο ίδιος. Ίσως, αυτό να εννοούσε η Χριστίνα όταν με συμβούλεψε να έρθω μόνος στην Ελλάδα και ν' αντικρίσω κατάματα τους φόβους μου. Εκείνη ήταν το καταφύγιό μου, όμως αυτή η ασφάλεια μ’ έκανε νωχελικό, μου δημιουργούσε μια αδράνεια που αργά η γρήγορα θα σκότωνε την ίδια την σχέση μας.
Βγήκα από το μπάνιο, ήπια δυο γουλιές καφέ και με την πετσέτα ακόμη τυλιγμένη γύρω μου, μάζεψα ότι υλικό είχα καταφέρει να συγκεντρώσω σε έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο. Ο Εισαγγελέας με περίμενε, φαντάζομαι όχι με την καλύτερη διάθεση για την υπόθεση που είχε ανοίξει λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ο Πουαρό με ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα. Ίσως να ήθελε να παίξουμε, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε χρόνος. Τον χάιδεψα λίγο στην κοιλιά και το κεφάλι και ξεκίνησα να ντύνομαι.
Παρότι αντιστάθηκα στην αρχή, έβαλα έναν ελβετικό σουγιά που είχα πάνω στο γραφείο μου στην τσάντα μου, έριξα μέσα τον φάκελο και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ένιωσα το παλιό μου παλτό να με στενεύει, αλλά είχα ανάγκη λίγη φροντίδα. Χάιδεψα ξανά τον Πουαρό και έκλεισα με δύναμη την πόρτα πίσω μου.
Λίγα πράγματα μπορούσαν να σταματήσουν το μυαλό μου από το να κάνει πολύπλοκες σκέψεις και σενάρια. Ένα από αυτά ήταν η μηχανή μου. Μία Τρίουμφ Μπέντεβιλ που κάποτε μου είχε στοιχήσει όσο ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα. Από πιτσιρικάς, με το παπάκι του παππού στο χωριό, το μυαλό μου ήταν πότε θα καβαλήσω τις δυο ρόδες και θα ξεφύγω απ’ οτιδήποτε με έπνιγε. Αυτή η επαφή με τον αέρα και την ταχύτητα μ’ έκανε να νιώθω αθάνατος.
Μόλις άκουσα τον ήχο της μοτοσυκλέτας να γρυλίζει, τραντάζοντας τους τοίχους με βία, στο αίμα μου άρχισε να ρέει και πάλι η αδρεναλίνη, εκείνη η ορμόνη που έκανε τους νευρικούς παλμούς μου να καλπάζουν. Έβαλα την ταχύτητα με το πόδι και πάτησα το κουμπί ν’ ανοίξει η πόρτα του γκαράζ. Με το που λύγισα τον καρπό μου στο γκάζι, ένιωσα πως όσο και να προσπαθείς ν’ αλλάξεις αυτό που είσαι, εκείνο πάντα θα επιστρέφει με κρότο.
Βγήκα από το μπάνιο, ήπια δυο γουλιές καφέ και με την πετσέτα ακόμη τυλιγμένη γύρω μου, μάζεψα ότι υλικό είχα καταφέρει να συγκεντρώσω σε έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο. Ο Εισαγγελέας με περίμενε, φαντάζομαι όχι με την καλύτερη διάθεση για την υπόθεση που είχε ανοίξει λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ο Πουαρό με ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα. Ίσως να ήθελε να παίξουμε, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε χρόνος. Τον χάιδεψα λίγο στην κοιλιά και το κεφάλι και ξεκίνησα να ντύνομαι.
Παρότι αντιστάθηκα στην αρχή, έβαλα έναν ελβετικό σουγιά που είχα πάνω στο γραφείο μου στην τσάντα μου, έριξα μέσα τον φάκελο και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ένιωσα το παλιό μου παλτό να με στενεύει, αλλά είχα ανάγκη λίγη φροντίδα. Χάιδεψα ξανά τον Πουαρό και έκλεισα με δύναμη την πόρτα πίσω μου.
Λίγα πράγματα μπορούσαν να σταματήσουν το μυαλό μου από το να κάνει πολύπλοκες σκέψεις και σενάρια. Ένα από αυτά ήταν η μηχανή μου. Μία Τρίουμφ Μπέντεβιλ που κάποτε μου είχε στοιχήσει όσο ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα. Από πιτσιρικάς, με το παπάκι του παππού στο χωριό, το μυαλό μου ήταν πότε θα καβαλήσω τις δυο ρόδες και θα ξεφύγω απ’ οτιδήποτε με έπνιγε. Αυτή η επαφή με τον αέρα και την ταχύτητα μ’ έκανε να νιώθω αθάνατος.
Μόλις άκουσα τον ήχο της μοτοσυκλέτας να γρυλίζει, τραντάζοντας τους τοίχους με βία, στο αίμα μου άρχισε να ρέει και πάλι η αδρεναλίνη, εκείνη η ορμόνη που έκανε τους νευρικούς παλμούς μου να καλπάζουν. Έβαλα την ταχύτητα με το πόδι και πάτησα το κουμπί ν’ ανοίξει η πόρτα του γκαράζ. Με το που λύγισα τον καρπό μου στο γκάζι, ένιωσα πως όσο και να προσπαθείς ν’ αλλάξεις αυτό που είσαι, εκείνο πάντα θα επιστρέφει με κρότο.

Οι κάμερες είχαν ήδη πάρει τη θέση τους έξω από την Εισαγγελία Πρωτοδικών. Απέφυγα να κάνω οποιοδήποτε σχόλιο. Με κάποιους από τους ρεπόρτερ είχαμε λιώσει δεκάδες σόλες παπουτσιών μαζί στα πεζοδρόμια της Ευελπίδων και της Αλεξάνδρας. Ήταν έγκριτοι συνάδελφοι με πάθος για την δουλειά τους. Κάποιοι άλλοι, μόνο δημοσιογράφοι δεν ήταν.
«Γνωρίζετε τον δολοφόνο;!» - «Γιατί εμπιστεύεται εσάς ο δολοφόνος κύριε Νικολαΐδη;!» - «Τι θα πείτε στην αστυνομία;!» - «Είμαστε σε ζωντανή σύνδεση, πείτε κάτι!»
Οχλαγωγία και κακοδιατυπωμένες ερωτήσεις στην προσπάθεια ενός αποκλειστικού που τσαλαπατούσε την εικόνα της δημοσιογραφίας μ’ έναν γελοίο τρόπο.
Γύρισα με απαλή φωνή στον συνάδελφο Δημήτρη Κερικάκη, από τους ρεπόρτερ που εκτιμούσα πολύ, με πολλά χρόνια εμπειρίας, και του είπα πως μετά την επίσκεψή μου στη ΓΑΔΑ, θα τους έλεγα δυο λόγια. Ήξερα πως αν δεν το έκανα θα έβρισκα πολλούς από αυτούς έξω από το σπίτι μου την επόμενη μέρα.
Η συνάντησή μου με την εισαγγελέα διήρκησε παραπάνω απ’ όσο θα περίμενα. Κατέθεσα ότι ήξερα για την υπόθεση Βερμάνη. Παρέδωσα στοιχεία, φωτογραφίες και αδημοσίευτες συνεντεύξεις από την εποχή εκείνη. Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω την όλη διαδικασία σαν ευκαιρία για να σκεφτώ με τη σειρά μου τι ήθελε από εμένα ο δολοφόνος. Δεν ένιωσα καμία στιγμή πως η εισαγγελέας με θεωρούσε ύποπτο για κάτι. Περισσότερο φαινόταν σκεπτική και κουρασμένη. Προς το τέλος της κατάθεσης έβγαλε τα γυαλιά της, τα άφησε στην άκρη του γραφείου και μου έκανε τις τελευταίες ερωτήσεις κοιτώντας έξω από το παράθυρο, σα να ταξίδευε νοερά σε μια διαφορετική ζωή, μακριά από το σκονισμένο πλαστικό φυτό πάνω στη βιβλιοθήκη της που λύγιζε στο βάρος ταλαιπωρημένων νομικών συγγραμμάτων.
«Κύριε Νικολαΐδη..» μου είπε ξαφνικά και άφησε τη φωνή της μετέωρη να χαθεί στο άχαρο δωμάτιο. «..γνωρίζετε τον δολοφόνο;» συνέχισε πεπεισμένη πως ίσως κάτι να της κρύβω τελικά.
«Όχι.» της απάντησα μεμιάς, παρότι είχα αρχίσει να έχω ενδείξεις πως μάλλον γνώριζα περισσότερα για τον δολοφόνο απ’ όσα πίστευα στην αρχή.
«Γνωρίζετε τον δολοφόνο;!» - «Γιατί εμπιστεύεται εσάς ο δολοφόνος κύριε Νικολαΐδη;!» - «Τι θα πείτε στην αστυνομία;!» - «Είμαστε σε ζωντανή σύνδεση, πείτε κάτι!»
Οχλαγωγία και κακοδιατυπωμένες ερωτήσεις στην προσπάθεια ενός αποκλειστικού που τσαλαπατούσε την εικόνα της δημοσιογραφίας μ’ έναν γελοίο τρόπο.
Γύρισα με απαλή φωνή στον συνάδελφο Δημήτρη Κερικάκη, από τους ρεπόρτερ που εκτιμούσα πολύ, με πολλά χρόνια εμπειρίας, και του είπα πως μετά την επίσκεψή μου στη ΓΑΔΑ, θα τους έλεγα δυο λόγια. Ήξερα πως αν δεν το έκανα θα έβρισκα πολλούς από αυτούς έξω από το σπίτι μου την επόμενη μέρα.
Η συνάντησή μου με την εισαγγελέα διήρκησε παραπάνω απ’ όσο θα περίμενα. Κατέθεσα ότι ήξερα για την υπόθεση Βερμάνη. Παρέδωσα στοιχεία, φωτογραφίες και αδημοσίευτες συνεντεύξεις από την εποχή εκείνη. Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω την όλη διαδικασία σαν ευκαιρία για να σκεφτώ με τη σειρά μου τι ήθελε από εμένα ο δολοφόνος. Δεν ένιωσα καμία στιγμή πως η εισαγγελέας με θεωρούσε ύποπτο για κάτι. Περισσότερο φαινόταν σκεπτική και κουρασμένη. Προς το τέλος της κατάθεσης έβγαλε τα γυαλιά της, τα άφησε στην άκρη του γραφείου και μου έκανε τις τελευταίες ερωτήσεις κοιτώντας έξω από το παράθυρο, σα να ταξίδευε νοερά σε μια διαφορετική ζωή, μακριά από το σκονισμένο πλαστικό φυτό πάνω στη βιβλιοθήκη της που λύγιζε στο βάρος ταλαιπωρημένων νομικών συγγραμμάτων.
«Κύριε Νικολαΐδη..» μου είπε ξαφνικά και άφησε τη φωνή της μετέωρη να χαθεί στο άχαρο δωμάτιο. «..γνωρίζετε τον δολοφόνο;» συνέχισε πεπεισμένη πως ίσως κάτι να της κρύβω τελικά.
«Όχι.» της απάντησα μεμιάς, παρότι είχα αρχίσει να έχω ενδείξεις πως μάλλον γνώριζα περισσότερα για τον δολοφόνο απ’ όσα πίστευα στην αρχή.
Μόλις βγήκα, πήρα ένα ταξί και ζήτησα να με αφήσει έξω από το γήπεδο ποδοσφαίρου του Παναθηναϊκού. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο στην μποτιλιαρισμένη Αλεξάνδρας. Είχα αφήσει επίτηδες τη μηχανή σε ένα πάρκινγκ κοντά στην Εισαγγελία. Ήθελα να κάνω απρόβλεπτες κινήσεις για την ασφάλειά μου. Άλλωστε, αυτός ο αλλόκοτος τρόπος μετακίνησης μου επέτρεπε να παρατηρώ πράγματα, όπως για παράδειγμα ότι μια μηχανή της αστυνομίας με ακολουθούσε διακριτικά από το πρωί.
Πήρα έναν καφέ και στάθηκα έξω από το Αστυνομικό Μέγαρο κάνοντας μια αμαρτία που ήξερα πως δεν θα μου τη συγχωρούσε η Χριστίνα, άναψα τσιγάρο ξανά. Ένιωσα τον καπνό να κατεβαίνει και το κάψιμο στον λαιμό μου να με διεγείρει. Όταν αισθανόμαστε πως χάνουμε τον έλεγχο, πάντα στις παλιές συνήθειες ψάχνουμε καταφύγιο. Είχα ανάγκη εκείνη την πρόσκαιρη ηδονή θανάτου στο σώμα μου.
Στάθηκα στην είσοδο και είπα στον φρουρό ποιος είμαι και το λόγο επίσκεψής μου. Αφού κάλεσε μέσα και συμβουλεύτηκε τη λίστα του, μου ζήτησε να προχωρήσω. Λογικά ήταν νέος στο πόστο, αν έκρινα από την ηλικία του, ειδάλλως θα με ήξερε. Όλοι γνώριζαν ποιος ήμουν στα κεντρικά, άλλοι χαμογελούσαν όταν μ’ έβλεπαν κι άλλοι βλασφημούσαν, όπως συνέβαινε με οποιονδήποτε έκανε καλά τη δουλειά του.
Δεκάδες ώρες, μέρες και νύχτες από τη ζωή μου είχα κάνει ρεπορτάζ σε αυτόν τον αποστεωμένο χώρο που έφερνε θλίψη και παγωμάρα. Στα γραφεία του συστεγάζονταν από τίμιοι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας, μέχρι όλη η συνεργαζόμενη μαφία της Ελλάδας. Δεν ένιωθα τύψεις για τις σκέψεις μου αυτές. Παντού στον κόσμο έτσι ήταν, δεν έφταιγαν οι δομές, αλλά οι θεσμοί που τις εκπροσωπούσαν.
«Κύριε Νικολαΐδη.. καλησπέρα.»
H φωνή ήταν γνώριμη, συνήθιζε να επαναλαμβάνει τις ίδιες λέξεις όποτε ζητούσα πληροφορίες στο παρελθόν, ουδέν σχόλιον.
«Κύριε Δερμεζόγλου, καλησπέρα.» απάντησα και του έδωσα το χέρι μου σε απάντηση του δικού του χαιρετισμού.
Με τον Δερμετζόγλου επικεφαλής, την είχα βάψει άσχημα.
Πήρα έναν καφέ και στάθηκα έξω από το Αστυνομικό Μέγαρο κάνοντας μια αμαρτία που ήξερα πως δεν θα μου τη συγχωρούσε η Χριστίνα, άναψα τσιγάρο ξανά. Ένιωσα τον καπνό να κατεβαίνει και το κάψιμο στον λαιμό μου να με διεγείρει. Όταν αισθανόμαστε πως χάνουμε τον έλεγχο, πάντα στις παλιές συνήθειες ψάχνουμε καταφύγιο. Είχα ανάγκη εκείνη την πρόσκαιρη ηδονή θανάτου στο σώμα μου.
Στάθηκα στην είσοδο και είπα στον φρουρό ποιος είμαι και το λόγο επίσκεψής μου. Αφού κάλεσε μέσα και συμβουλεύτηκε τη λίστα του, μου ζήτησε να προχωρήσω. Λογικά ήταν νέος στο πόστο, αν έκρινα από την ηλικία του, ειδάλλως θα με ήξερε. Όλοι γνώριζαν ποιος ήμουν στα κεντρικά, άλλοι χαμογελούσαν όταν μ’ έβλεπαν κι άλλοι βλασφημούσαν, όπως συνέβαινε με οποιονδήποτε έκανε καλά τη δουλειά του.
Δεκάδες ώρες, μέρες και νύχτες από τη ζωή μου είχα κάνει ρεπορτάζ σε αυτόν τον αποστεωμένο χώρο που έφερνε θλίψη και παγωμάρα. Στα γραφεία του συστεγάζονταν από τίμιοι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας, μέχρι όλη η συνεργαζόμενη μαφία της Ελλάδας. Δεν ένιωθα τύψεις για τις σκέψεις μου αυτές. Παντού στον κόσμο έτσι ήταν, δεν έφταιγαν οι δομές, αλλά οι θεσμοί που τις εκπροσωπούσαν.
«Κύριε Νικολαΐδη.. καλησπέρα.»
H φωνή ήταν γνώριμη, συνήθιζε να επαναλαμβάνει τις ίδιες λέξεις όποτε ζητούσα πληροφορίες στο παρελθόν, ουδέν σχόλιον.
«Κύριε Δερμεζόγλου, καλησπέρα.» απάντησα και του έδωσα το χέρι μου σε απάντηση του δικού του χαιρετισμού.
Με τον Δερμετζόγλου επικεφαλής, την είχα βάψει άσχημα.
Κατευθυνθήκαμε προς τα δωμάτια της ανάκρισης. Στο διάβα μου πολλά πρόσωπα γύρισαν να με κοιτάξουν [..] Ο Δερμεζόγλου έβηξε υποκριτικά, σα να δυσανασχετούσε με τις κινήσεις αυτές. Μπήκαμε στο τελευταίο δωμάτιο του διαδρόμου.
Ο Αστυνόμος άφησε μπροστά μου έναν μεγάλο φάκελο και με κοίταξε στα μάτια.
«Γνωρίζετε γιατί είστε εδώ κύριε Νικολαΐδη;»
«Σίγουρα όχι για τους λόγους που θα ήθελα να είμαι.» του απάντησα.
Ο Δερμεζόγλου ανακάθισε στην καρέκλα του σα να μην του άρεσε ιδιαίτερα το σχόλιό μου.
Έβγαλε δύο φωτογραφίες από τον κίτρινο φάκελο και τις ακούμπησε μπροστά μου.
«..Νίκος Βερμάνης. Οι φωτογραφίες είναι από τον τόπο του εγκλήματος. Αγνοείτο από το 2004. Στις αρχές του 2000, βίασε και δολοφόνησε τη Μαρία Μεταξά, φοιτήτρια νομικής στο δεύτερο έτος, ετών είκοσι. Καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, δεν του επιβλήθηκαν ισόβια γιατί του αναγνωρίστηκε ο βρασμός ψυχικής ορμής. Στο εφετείο η ποινή έπεσε στα δεκαεπτά χρόνια. Ενόσω βρισκόταν στην φυλακή, υπήρξαν μάρτυρες που κατέθεσαν πως το θύμα τον ακολούθησε οικειοθελώς, κατέπεσε η κατηγορία του βιασμού. Η ποινή μειώθηκε κι άλλο κατά το άρθρο 84, για καλή συμπεριφορά. Στα έξι χρόνια ήταν έξω.»
«Αναρωτιέται κανείς πόσο γρήγορα σωφρονίζονται οι κακοποιοί στις ελληνικές φυλακές.» του απάντησα κάπως προκλητικά.
«Κύριε Νικολαΐδη, η δουλειά μου δεν είναι ν’ αποδίδω δικαιοσύνη, αλλά να τηρώ τον νόμο. Όταν φεύγουν από αυτό το κτήριο αποφασίζει η δικαιοσύνη, όχι εγώ..»
Δεν μίλησα, γιατί είχε δίκιο. Ο Δερμεζόγλου είχε τη φήμη του σκληρού αλλά δίκαιου. [..]
«..περίπου έναν χρόνο μετά την αποφυλάκισή του..» συνέχισε.
«..κι ενώ σύχναζε στις παλιές του πιάτσες, ένα βράδυ εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Φυσικά, όπως συμβαίνει με πολλά από αυτά τα ρεμάλια, δεν τον αναζήτησε κανείς για μήνες, όταν όμως η αδερφή του τον έψαξε για να του ανακοινώσει πως η μητέρα τους είχε πεθάνει, δεν τον βρήκε πουθενά. Χθες το βράδυ, κάπου στη μια το βράδυ, εμφανίστηκε ξανά. Αυτή τη φορά νεκρός, με μια δήλωση από τον δολοφόνο του αφιέρωση σε σας. Δίπλα του, ένα μπαλόνι και ένα βιβλίο, με φόντο τη Βουλή των Ελλήνων. Σας λένε κάτι οι συμβολισμοί;»
Χαμογέλασα κάπως με την ευστροφία του αστυνόμου, ίσως τελικά να γινόμασταν και φίλοι.
Ο Αστυνόμος άφησε μπροστά μου έναν μεγάλο φάκελο και με κοίταξε στα μάτια.
«Γνωρίζετε γιατί είστε εδώ κύριε Νικολαΐδη;»
«Σίγουρα όχι για τους λόγους που θα ήθελα να είμαι.» του απάντησα.
Ο Δερμεζόγλου ανακάθισε στην καρέκλα του σα να μην του άρεσε ιδιαίτερα το σχόλιό μου.
Έβγαλε δύο φωτογραφίες από τον κίτρινο φάκελο και τις ακούμπησε μπροστά μου.
«..Νίκος Βερμάνης. Οι φωτογραφίες είναι από τον τόπο του εγκλήματος. Αγνοείτο από το 2004. Στις αρχές του 2000, βίασε και δολοφόνησε τη Μαρία Μεταξά, φοιτήτρια νομικής στο δεύτερο έτος, ετών είκοσι. Καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, δεν του επιβλήθηκαν ισόβια γιατί του αναγνωρίστηκε ο βρασμός ψυχικής ορμής. Στο εφετείο η ποινή έπεσε στα δεκαεπτά χρόνια. Ενόσω βρισκόταν στην φυλακή, υπήρξαν μάρτυρες που κατέθεσαν πως το θύμα τον ακολούθησε οικειοθελώς, κατέπεσε η κατηγορία του βιασμού. Η ποινή μειώθηκε κι άλλο κατά το άρθρο 84, για καλή συμπεριφορά. Στα έξι χρόνια ήταν έξω.»
«Αναρωτιέται κανείς πόσο γρήγορα σωφρονίζονται οι κακοποιοί στις ελληνικές φυλακές.» του απάντησα κάπως προκλητικά.
«Κύριε Νικολαΐδη, η δουλειά μου δεν είναι ν’ αποδίδω δικαιοσύνη, αλλά να τηρώ τον νόμο. Όταν φεύγουν από αυτό το κτήριο αποφασίζει η δικαιοσύνη, όχι εγώ..»
Δεν μίλησα, γιατί είχε δίκιο. Ο Δερμεζόγλου είχε τη φήμη του σκληρού αλλά δίκαιου. [..]
«..περίπου έναν χρόνο μετά την αποφυλάκισή του..» συνέχισε.
«..κι ενώ σύχναζε στις παλιές του πιάτσες, ένα βράδυ εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Φυσικά, όπως συμβαίνει με πολλά από αυτά τα ρεμάλια, δεν τον αναζήτησε κανείς για μήνες, όταν όμως η αδερφή του τον έψαξε για να του ανακοινώσει πως η μητέρα τους είχε πεθάνει, δεν τον βρήκε πουθενά. Χθες το βράδυ, κάπου στη μια το βράδυ, εμφανίστηκε ξανά. Αυτή τη φορά νεκρός, με μια δήλωση από τον δολοφόνο του αφιέρωση σε σας. Δίπλα του, ένα μπαλόνι και ένα βιβλίο, με φόντο τη Βουλή των Ελλήνων. Σας λένε κάτι οι συμβολισμοί;»
Χαμογέλασα κάπως με την ευστροφία του αστυνόμου, ίσως τελικά να γινόμασταν και φίλοι.
«Το αυτοκίνητο, βρέθηκε;» ρώτησα.
«Ναι, κοντά στον Άγιο Στέφανο. Καμένο. Πινακίδες πλαστές, κανένα ίχνος των επιβατών.Δεν υπάρχουν κάμερες στην περιοχή. Περίπου πέντε χιλιόμετρα από το σημείο, βρέθηκε τυλιγμένο στις φλόγες ένα μαύρο μηχανάκι. Αδύνατο ν’ αναγνωρίσουμε την προέλευσή του, όμως πιθανολογούμε πως αυτό χρησιμοποίησε ο δράστης για να διαφύγει από τον αστικό ιστό. Ύστερα συνέχισε με τα πόδια.»
Ο αστυνόμος φαινόταν να μου δίνει εύκολα πληροφορίες του φακέλου, χωρίς να υπάρχει λόγος να το κάνει. [..}
«Εδώ και αρκετούς μήνες έχω παρατήσει τη δημοσιογραφία..» του απάντησα με κάποια εξομολογητική διάθεση, χωρίς να καταλάβω γιατί. Όπως γνωρίζετε ζω στο Λονδίνο. Δεν έχω καμία επαφή με την Ελλάδα, έρχομαι μόνο για να δω τι κάνει η οικογένειά μου. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που μου έστειλε το μήνυμα με τη φωτογραφία στα σόσιαλ, ούτε τι θέλει από εμένα. Ειλικρινά, αν ήταν στο χέρι μου τώρα θα έπινα μια κρύα μπύρα στο Γουέστ Χάμστεντ και θα έψαχνα ήρωα για το βιβλίο μου.»
«Αν ήταν στο χέρι μου κύριε Νικολαΐδη, θα ήμουν στην Τήνο, θα έπινα καφέ στα Υστέρνια και θ' αγνάντευα το Αιγαίο Πέλαγος..» μου απάντησε κι έκανε μια μικρή παύση πριν συνεχίσει. «.. δεν πιστεύω πως θα το ξεστομίσω αυτό όμως.. θα σπάσω τα πρωτόκολλα γιατί νομίζω θα μας γλιτώσει πολύ χρόνο. Κύριε Νικολαΐδη, δεν πιστεύω πως είστε ένοχος για κάτι.. ούτε πως κρύβεται κάτι.»
«Άρα είμαι ελεύθερος να φύγω;» απάντησα κάπως παρορμητικά, με κάποια αφέλεια που μάλλον συνδεόταν από την κούραση που ένιωθα.
«Φυσικά, μπορείτε να φύγετε και να αφήσετε στη μέση την έρευνα της πιο περίεργης υπόθεσης εξαφάνισης στην ιστορία της χώρας, στην οποία μάλιστα εμπλέκεστε, αφού ένας δολοφόνος σας την αφιέρωσε σε ένα από τα πιο δημοφιλή κοινωνικά δίκτυα.»
«Μου την αφιέρωσε;»
«Όλο αυτό το σόου δεν ήταν μια δήλωση;»
«Ήταν.. όντως.» του απάντησα.
ανασηκώθηκα στην καρέκλα μου, ακούμπησα τους αγκώνες μου στο τραπέζι σκεπτικός.
«Άρα πιστεύετε πως δεν ήθελε να στρέψει την υπόθεση πάνω μου, αλλά όντως κάτι ζητά από μένα. Κάποια βοήθεια ίσως.» είπα στον αστυνόμο.
«Σωστά. Πιστεύω πως θέλει να ερευνήσετε κάτι για εκείνον. Για την ακρίβεια σας έστειλε και σχετική φωτογραφία.»
«Ναι, κοντά στον Άγιο Στέφανο. Καμένο. Πινακίδες πλαστές, κανένα ίχνος των επιβατών.Δεν υπάρχουν κάμερες στην περιοχή. Περίπου πέντε χιλιόμετρα από το σημείο, βρέθηκε τυλιγμένο στις φλόγες ένα μαύρο μηχανάκι. Αδύνατο ν’ αναγνωρίσουμε την προέλευσή του, όμως πιθανολογούμε πως αυτό χρησιμοποίησε ο δράστης για να διαφύγει από τον αστικό ιστό. Ύστερα συνέχισε με τα πόδια.»
Ο αστυνόμος φαινόταν να μου δίνει εύκολα πληροφορίες του φακέλου, χωρίς να υπάρχει λόγος να το κάνει. [..}
«Εδώ και αρκετούς μήνες έχω παρατήσει τη δημοσιογραφία..» του απάντησα με κάποια εξομολογητική διάθεση, χωρίς να καταλάβω γιατί. Όπως γνωρίζετε ζω στο Λονδίνο. Δεν έχω καμία επαφή με την Ελλάδα, έρχομαι μόνο για να δω τι κάνει η οικογένειά μου. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που μου έστειλε το μήνυμα με τη φωτογραφία στα σόσιαλ, ούτε τι θέλει από εμένα. Ειλικρινά, αν ήταν στο χέρι μου τώρα θα έπινα μια κρύα μπύρα στο Γουέστ Χάμστεντ και θα έψαχνα ήρωα για το βιβλίο μου.»
«Αν ήταν στο χέρι μου κύριε Νικολαΐδη, θα ήμουν στην Τήνο, θα έπινα καφέ στα Υστέρνια και θ' αγνάντευα το Αιγαίο Πέλαγος..» μου απάντησε κι έκανε μια μικρή παύση πριν συνεχίσει. «.. δεν πιστεύω πως θα το ξεστομίσω αυτό όμως.. θα σπάσω τα πρωτόκολλα γιατί νομίζω θα μας γλιτώσει πολύ χρόνο. Κύριε Νικολαΐδη, δεν πιστεύω πως είστε ένοχος για κάτι.. ούτε πως κρύβεται κάτι.»
«Άρα είμαι ελεύθερος να φύγω;» απάντησα κάπως παρορμητικά, με κάποια αφέλεια που μάλλον συνδεόταν από την κούραση που ένιωθα.
«Φυσικά, μπορείτε να φύγετε και να αφήσετε στη μέση την έρευνα της πιο περίεργης υπόθεσης εξαφάνισης στην ιστορία της χώρας, στην οποία μάλιστα εμπλέκεστε, αφού ένας δολοφόνος σας την αφιέρωσε σε ένα από τα πιο δημοφιλή κοινωνικά δίκτυα.»
«Μου την αφιέρωσε;»
«Όλο αυτό το σόου δεν ήταν μια δήλωση;»
«Ήταν.. όντως.» του απάντησα.
ανασηκώθηκα στην καρέκλα μου, ακούμπησα τους αγκώνες μου στο τραπέζι σκεπτικός.
«Άρα πιστεύετε πως δεν ήθελε να στρέψει την υπόθεση πάνω μου, αλλά όντως κάτι ζητά από μένα. Κάποια βοήθεια ίσως.» είπα στον αστυνόμο.
«Σωστά. Πιστεύω πως θέλει να ερευνήσετε κάτι για εκείνον. Για την ακρίβεια σας έστειλε και σχετική φωτογραφία.»
Ο Δερμεζόγλου ήταν από τους ανθρώπους που κανείς δεν ήξερε τίποτα για εκείνον. Ακόμα και οι στενοί του συνεργάτες, που πιθανότατα τον γνώριζαν καλύτερα, δεν έδιναν ποτέ πληροφορίες. Είχε τη φήμη του αδιάφθορου, πράγμα δύσκολο να το αποκτήσεις στα σώματα ασφαλείας. Οι περισσότερες πηγές μου έλεγαν πως ήταν τόσο καλός στη δουλειά του, που με κάποιο πολιτικό βίσμα ίσως να ήταν ήδη στην κορυφή της ιεραρχίας. Ποιος θέλει ανθρώπους που δεν παίζουν πολιτικά παιχνίδια εκεί όμως;
Πρέπει να ήταν κάπου στα πενήντα. Φαινόταν να προσέχει τον εαυτό του. Το καινούριο του πουκάμισο μαρτυρούσε πως κάποιος νοιαζόταν για εκείνον. Ο τρόπος που άνοιγε τους φακέλους και μου έκανε ερωτήσεις, έδειχνε έναν άνθρωπο ψύχραιμο, με αναλυτική σκέψη. Δεν μιλούσε αν δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό που ήθελε να πει. Συνεπώς, είχε μελετήσει πολύ την κουβέντα που μοιράστηκε μαζί μου. Ο δολοφόνος κάτι θέλει να ερευνήσω για εκείνον. Η φωτογραφία ήταν φτιαγμένη για να μεταφέρει πληροφορίες. Κοίταξα καλύτερα αυτό που είχα μπροστά μου. Έναν άνδρα νεκρό, μπροστά στο κοινοβούλιο της χώρας. Δίπλα του ένα μπαλόνι. Λογικά συμβόλιζε κάποια επέτειο. Μπροστά του ένα βιβλίο, ήθελε να πει κάποια ιστορία. Κοίταξα τον Δερμεζόγλου.
«Δεν είναι τυχαίο το σημείο.» του είπα. Εκείνος ένευσε καταφατικά.
«Όχι δεν είναι.» μου απάντησε, αλλά φοβήθηκε να πει τις λέξεις, ίσως γιατί δεν ήξερε ούτε εκείνος ποιος μπορεί να ήταν πίσω από το φιμέ τζάμι. Δεν άφησαν τυχαία το σώμα του Βερμάνη έξω από το κοινοβούλιο. Υπήρχαν πολιτικές διαστάσεις στην υπόθεση. Ίσως δεν έπρεπε να ξεκινήσω από το ποιους είχε πληγώσει ο Βερμάνης στο παρελθόν, αλλά ποιοι είχαν χρησιμοποιήσει τον Βερμάνη για τις βρωμοδουλειές τους.
Πρέπει να ήταν κάπου στα πενήντα. Φαινόταν να προσέχει τον εαυτό του. Το καινούριο του πουκάμισο μαρτυρούσε πως κάποιος νοιαζόταν για εκείνον. Ο τρόπος που άνοιγε τους φακέλους και μου έκανε ερωτήσεις, έδειχνε έναν άνθρωπο ψύχραιμο, με αναλυτική σκέψη. Δεν μιλούσε αν δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό που ήθελε να πει. Συνεπώς, είχε μελετήσει πολύ την κουβέντα που μοιράστηκε μαζί μου. Ο δολοφόνος κάτι θέλει να ερευνήσω για εκείνον. Η φωτογραφία ήταν φτιαγμένη για να μεταφέρει πληροφορίες. Κοίταξα καλύτερα αυτό που είχα μπροστά μου. Έναν άνδρα νεκρό, μπροστά στο κοινοβούλιο της χώρας. Δίπλα του ένα μπαλόνι. Λογικά συμβόλιζε κάποια επέτειο. Μπροστά του ένα βιβλίο, ήθελε να πει κάποια ιστορία. Κοίταξα τον Δερμεζόγλου.
«Δεν είναι τυχαίο το σημείο.» του είπα. Εκείνος ένευσε καταφατικά.
«Όχι δεν είναι.» μου απάντησε, αλλά φοβήθηκε να πει τις λέξεις, ίσως γιατί δεν ήξερε ούτε εκείνος ποιος μπορεί να ήταν πίσω από το φιμέ τζάμι. Δεν άφησαν τυχαία το σώμα του Βερμάνη έξω από το κοινοβούλιο. Υπήρχαν πολιτικές διαστάσεις στην υπόθεση. Ίσως δεν έπρεπε να ξεκινήσω από το ποιους είχε πληγώσει ο Βερμάνης στο παρελθόν, αλλά ποιοι είχαν χρησιμοποιήσει τον Βερμάνη για τις βρωμοδουλειές τους.