Ένα κύμα έξαλλων ρεπόρτερ με μικρόφωνα στα χέρια με τύλιξε μόλις βγήκα από τα κεντρικά της αστυνομίας. Φωνές, κάμερες που χτυπούσαν μεταξύ τους και φακοί που έτρεμαν από το βάρος.
«ΗΡΕΜΗΣΤΕ!» φώναξε ένας καλός συνάδελφος από την «Καθημερινή Ενημέρωση», από τις λίγες αξιόπιστες εφημερίδες που είχαν μείνει στον τόπο. Η καρδιά μου χτυπούσε ασταμάτητα, προσπαθώντας να διαχειριστώ όλη αυτή την υπερπροβολή. Μόλις οι φωνές σταμάτησαν, με σταθερή φωνή έκανα μια δήλωση:
“Εχθές το βράδυ, σε μια πρωτοφανή κίνηση για το έγκλημα στην Ελλάδα, ένας άνθρωπος, αγνώστων στοιχείων, άφησε νεκρό τον επί είκοσι χρόνια αγνοούμενο και καταδικασμένο από τη δικαιοσύνη, δολοφόνο Βερμάνη, μπροστά από το συντριβάνι στην πλατεία Συντάγματος. Ύστερα, πόσταρε μια φωτογραφία από την κίνησή του αυτή στα κοινωνικά δίκτυα και απεύθυνε ένα προσωπικό μήνυμα σε μένα. Θέλω να δηλώσω, πως ουδεμία σχέση έχω με το περιστατικό, ούτε προφανώς με τον δολοφόνο. Αυτά κατέθεσα σήμερα, τόσο στη δικαιοσύνη, όσο και στην αστυνομία. Παρότι διαμένω στο εξωτερικό, βρίσκομαι στην Ελλάδα να καταθέσω, καθώς δεν έχω τίποτα να κρύψω. Κανένα άλλο σχόλιο δεν θα κάνω για την υπόθεση και θα παρακαλέσω στην διακριτική προσέγγιση του θέματος για την προστασία της οικογένειάς μου. Ευχαριστώ.”
Μόλις τελείωσα με τη δήλωσή μου, δέχτηκα βροχή από ερωτήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες χάθηκαν μέσα στην οχλαγωγία.
«Ωω! Έλα Κίκο, είσαι συνάδελφος, βοήθησέ μας λίγο να κάνουμε τη δουλειά μας!» είπε αγανακτισμένος ένας τύπος με χακί καπέλο και μακριά γένια τον οποίo δεν γνώριζα καν, παρότι εκείνος με προσφωνούσε με το μικρό μου όνομα.
«Η δουλειά μας είναι να ψάχνουμε την αλήθεια, όχι ν’ αναπαράγουμε δηλώσεις.» απάντησα φωναχτά και προσπάθησα να ξεμπλέξω τα πόδια μου από τα καλώδια και να προχωρήσω ανάμεσα στους εξαγριωμένους πρώην συναδέλφους μου.
Πήρα το πρώτο ελεύθερο ταξί που εμφανίστηκε μπροστά μου. Η κίνηση στο δρόμο ήταν αφόρητη. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο και έβρισε έναν νεαρό ντελίβερι που έκανε μανούβρες με το μηχανάκι. Άφησε το τζάμι κατεβασμένο κι άναψε ένα τσιγάρο. Από τον εσωτερικό καθρέφτη του αυτοκινήτου μου έριχνε κλεφτές ματιές, προσπαθώντας να πιάσει κουβέντα. Δεν είχα καμία πρόθεση να μπω σε οποιοδήποτε διαπληκτισμό και για κανένα λόγο στην κατάσταση που ήμουν. Του ζήτησα να κάνει στην άκρη και να με αφήσει όπου βρει. Του έδωσα ένα εικοσάρικο για τη ζημιά και βγήκα στο πεζοδρόμιο.
Καθώς διέσχιζα τους δρόμους στους Αμπελόκηπους ένιωσα την ανάγκη να αισθανθώ και πάλι έφηβος. Έβαλα τ’ ακουστικά μου, άνοιξα στην εφαρμογή μια λίστα με μουσική του Πορτοκάλογλου και χάθηκα για λίγα λεπτά στα στενά της γειτονιάς που μεγάλωσα. Τα είχα γυρίσει με όλους τους πιθανούς τρόπους, με τα πόδια, με πατίνι, με μηχανές, με ποδήλατο. Πιτσιρικάς έπαιζα βόλεϊ σε μικρές ομάδες του ερασιτέχνη Παναθηναϊκού. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως αντί για αθλητής θα κατέληγα ύποπτος στη ΓΑΔΑ για συνέργεια σε δολοφονία.
Ο Αστυνόμος φαινόταν ειλικρινής. Δεν έδειχνε να πιστεύει πως είχα κάποια σχέση με το σόου που παρουσιάστηκε στο Σύνταγμα από τον δολοφόνο του Βερμάνη. Τουλάχιστον, έτσι φαινόταν, χωρίς να ξέρω τι άλλο μπορεί να ερευνούσε για μένα και την υπόθεση. Σκεφτόμουν πόσο τυχερός ήμουν που όλα συνέβησαν ενόσω έπινα μπύρα με τη Χριστίνα στο Λονδίνο. Δεν ήθελα να φαντάζομαι πόσο περισσότερο μπλεγμένος θα ήμουν αν τύγχανε να βρισκόμουν στην Αθήνα. Από την άλλη, σκεφτόμουν πως ίσως ο δολοφόνος ήξερε που βρισκόμουν και θεώρησε εκείνη τη στιγμή την πιο κατάλληλη για να πάρει αυτό που ήθελε. Μήπως έπρεπε να έχω το τέλειο άλλοθι, ώστε να μπορώ απρόσκοπτα ν’ αφοσιωθώ στην έρευνα;
Το κινητό μου δονήθηκε.
«Όλα καλά;»
Η Χριστίνα μου έστειλε σκρίνσοτ από τις δηλώσεις μου έξω από το αστυνομικό μέγαρο οι οποίες έπαιζαν στο BBC.
«..πως γίνεται σ’ έναν κόσμο τόσο ξεδιάντροπο το πρώτο θέμα να είμαι εγώ;» της έστειλα.
«Δεν θα ήσουν αν δεν ήταν ξεδιάντροπος» μου απάντησε εκείνη αμέσως. 
Το διαμέρισμα της Τασίας Σεβαστάκη ήταν μεσοτοιχία μ’ εκείνο τον γονιών μου, στον πρώτο όροφο της Νάξου 3, στο Γαλάτσι. Η Τασία έκανε μια πολύ αξιοπρεπή καριέρα ως τραγουδίστρια παραδοσιακής μουσικής για πάνω από τριάντα χρόνια. Με τον Λευτέρη, τον σύζυγό της, δεξιοτέχνη του βιολιού, είχαν γυρίσει εκατοντάδες χωριά στην Ελλάδα, ξεσηκώνοντας τους ντόπιους με τη μουσική τους. [..] Αναζητούσαν όλα εκείνα τα ξεχασμένα λαϊκά ποιήματα και τους σκοπούς που κινδύνευαν να χαθούν στη λήθη. Μετά από χρόνια έρευνας και καταγραφής, έφτιαξαν έναν ανεκτίμητης αξίας λαογραφικό θησαυρό που αργότερα παρέδωσαν στο Υπουργείο Πολιτισμού. [..] Με υποδέχτηκε φορώντας μια πράσινη ρόμπα, που έμοιαζε περισσότερο με κιμονό. Μου είπε με περηφάνια πως το είχε φέρει από ένα ταξίδι στην Οσάκα πριν πολλά χρόνια. Τα κοσμήματα και τα καλοχτενισμένα της μαλλιά, μαρτυρούσαν μια ευγενική προσπάθεια να νιώσω καλοδεχούμενος στο σπίτι της. [..]Έπιασε την κούπα και με τα δυο της χέρια και με κοίταξε στα μάτια.
«Δεν έφταιγες εσύ αγόρι μου.» μου είπε με τόση γενναιοδωρία που η φωνή της ακούστηκε κρυστάλλινη.
Ξαφνιάστηκα.
Την κοίταξα στα μάτια και ένιωσα τις κόρες μου να διαστέλλονται, τον λαιμό μου να κομπιάζει. Ήταν η πρώτη φορά που την επισκεπτόμουν από την ημέρα που ο επίδοξος δολοφόνος μου, σκότωσε τον Λευτέρη στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Ένιωσα τους σφυγμούς μου ν’ ανεβαίνουν, η αναπνοή μου έγινε βαριά και ύστερα έκλαψα χωρίς καμιά ντροπή. Δεν έτρεξε κοντά μου να με παρηγορήσει. Ίσως, για μια στιγμή, να ένιωσε πως αυτή έπρεπε να ήταν η τιμωρία μου. Το σπίτι της αναζητούσε τη δικαίωση. «Η γιαγιά σου, έλεγε πως οι άνθρωποι που αγαπούν δυνατά, κρατάνε τον πόνο μέσα τους. Αναζητάς την αλήθεια σ’ έναν κόσμο που δεν θέλει να τη μάθει αγόρι μου. Αυτό, ο Λευτέρης το θαύμαζε σε σένα.»
«Είναι δύσκολο.» της απάντησα.
«Κάποιες φορές κοιτάζω την πολυθρόνα του, εδώ δίπλα μου κι ετοιμάζομαι να θυμηθώ κάποια ιστορία, να τον ρωτήσω αν πήρε τα χάπια του. Η μοναξιά με σκοτώνει, αλλά η σφαίρα που σκότωσε εκείνον δεν μπορεί να γυρίσει πίσω στο όπλο. Στη ζωή του ο Λευτέρης έζησε με πίστη, με την ίδια πίστη να κοιτάς μπροστά κι εσύ.»
Η Αχαρνών είναι ένας δρόμος γεμάτος ιστορίες. Όποιος τον έχει διασχίσει, μπορεί να παρατηρήσει ακόμη την πάλη που έχει δώσει με το χρόνο στις ρωγμές των κτηρίων. Πόσοι και πόσοι ονειρεύτηκαν, πόνεσαν, τόλμησαν ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση τσιμέντου που αναστενάζει καυσαέριο.
Τα βράδια, ο καπνός βγαίνει από τα παράθυρα. Πότε από καυστήρες και πότε από μαγκάλια. Στα χρόνια, έγινε ο πιο πολυπολιτισμικός δρόμος της Αθήνας, ο πιο ιδιόρρυθμος και από τους πιο επικίνδυνους αν ήσουν περίεργος. Τα πράσινα και μπλε φώτα, ανάμεσα στις κουρτίνες των κλειστών μαγαζιών, είχαν λαχτάρα επιβίωσης και παιχνίδια επιβολής. Η εξουσία έβαζε τη σπίθα στους ναργιλέδες που άφηναν σύννεφα καπνού να σκεπάζουν για ώρα τα πεζοδρόμια, περιμένοντας την άπνοια ν’ αφήσει χώρο να χαθούν.
Άφησα τη μηχανή πίσω από ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Έβγαλα το κράνος, το πήρα αγκαλιά και με τα κλειδιά στο χέρι κατευθύνθηκα προς το μαγαζί απέναντι. Μια λευκή πινακίδα έγραφε ‘Ταζ Μαχάλ’. Δύο παιδιά γυμνασμένα, με καθαρά χέρια, δίχως ίχνος τατουάζ, σηκώθηκαν από τις καρέκλες. Ο ένας έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και με αγριοκοίταξε, ο άλλος ψύχραιμος με κοίταξε, συνέχισε να παρατηρεί τους περαστικούς.
‘Είναι εδώ ο Ινδός;’ Ρώτησα ψύχραιμα, χωρίς ίχνος φόβου. Όταν αποφασίσεις ν’ ανοίξεις παρτίδες με τη νύχτα, ότι φύση κι αν έχει το παιχνίδι που παίζεις, η ψυχολογία είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Καθαρές κουβέντες, κοφτές, ψύχραιμες αν θες να επιβιώσεις.
"Ψάχνεις κάτι φίλε;" με ρώτησε ο τύπος με τα γυαλιά και ο άλλος του άπλωσε το χέρι, σα να του έκανε νεύμα πως αναλαμβάνει εκείνος.
"Τι θες εδώ ρε;" μου είπε επιθετικά.
"Θέλω να δω τον Ινδό."
Ο τύπος σούφρωσε τα χείλη έτοιμος να μου ορμήσει, αλλά κράτησε την ψυχραιμία του. Από πίσω οι κουρτίνες του μαγαζιού ήταν κλειστές. Μόνο από μια μικρή χαραμάδα στη τζαμαρία φαινόταν ένα τραπέζι με καρέκλες.
Το Ταζ Μαχάλ, ήταν δήθεν εστιατόριο, ασιατικής κουζίνας. Όλοι όσοι γνωρίζαμε τη νύχτα ξέραμε πως στην αποθήκη, κρυβόταν ένα από τα πιο γνωστά παράνομα καζίνο της πόλης.
"Πες του αν θέλει να δει τον Καράφλα να βγαίνει από τη φυλακή, καλύτερα να μη χάσει την μοναδική ευκαιρία που θα του δωθεί.".
Η αίθουσα μύριζε καπνό και αρώματα. Μια περίεργη πολυπολιτισμική κλεισούρα, γεμάτη μπόχα και ανάσες. Ένα τραπέζι με τρεις τύπους ντυμένους με δερμάτινα γύρισε και με κοίταξε σύσσωμο, αφήνοντας στην άκρη τα πιάτα με το φαγητό. Λίγο πιο κάτω, ένας ψηλός με κοτσίδα, τον οποίο αναγνώρισα από μια συμπλοκή στην παραλιακή πριν κάποια χρόνια μου έδειξε τα δόντια του καθώς περνούσα και χτύπησε νευρικά το μαχαίρι στο τραπέζι.
‘Ρε τα τέτοια μας τα δυο!’ είπε με υπέρμετρη ειρωνεία και ενθουσιασμό μια φωνή που δύσκολα ξεχνούσε κανείς αν την είχε ακούσει έστω και μια φορά στη ζωή του. Από το βάθος, μέσα στις σκιές, βγήκε ο αποκαλούμενος Ινδός, ένας άνθρωπος που όλοι γνώριζαν το πραγματικό του όνομα, όμως οι φήμες έλεγαν πως ακόμη και η μητέρα του τον αποκαλούσε με το παρατσούκλι του. Ο Ινδός, δεν είχε καμία σχέση με την χώρα προέλευσης του ονόματός του. H μητέρα του, ήταν από την Ήπειρο, και ο πατέρας του από την Αίγυπτο. Τα χρώματα του πατέρα του είχαν επικρατήσει. Έμοιαζε με ξεπεσμένο στάρ του Μπόλιγουντ, που προσπαθούσε να πείσει τους πάντες πως έκρυβε κάτι το αριστοκρατικό πάνω του.
«Με γελούν τα μάτια μου;» είπε καθώς με πλησίαζε και χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο ώμο μου.
«Πρέπει να μιλήσουμε.» του είπα.
«Κάτσε ρε μπαγάσα, ασάλιωτο κάθε φορά μας το βάζεις. Κάτσε να πιείς ένα ποτό, να φας κάτι, ίσως να είναι και το τελευταίο σου γεύμα άλλωστε.» μου απάντησε και με την άκρη του ματιού μου έπιασα γέλια και χαμόγελα από τα τραπέζια.
«Δεν θέλω, κάτι. Θέλω μόνο να μιλήσουμε.»
«Κοίτα ρε ο ακατάδεκτος. Τι νομίζεις, το εστιατόριο το έχουμε για μόστρα;» είπε και ακούστηκε ένα διάσπαρτο γέλιο στην αίθουσα.
«Θέλω να σου πω για τον Καράφλα.» του απάντησα. Το πρόσωπό του άλλαξε, έγινε σκληρό, σταμάτησε να γελά.
«Νικολαΐδη.. ξέρεις γιατί σε κοιτάζουν όλα τα παιδιά στο μαγαζί; Γιατί πρώτη φορά βλέπουν πεθαμένο να περπατά ακόμη. Σου ορκίζομαι πως θα το φτιάξουμε όμως.»
«Έχω στοιχεία που μπορούν να αθωώσουν τον Καράφλα. Ξέρω πως δεν σκότωσε εκείνος τον Ρουπέση. Χρειάζομαι απλά λίγο χρόνο να εξακριβώσω τις πηγές μου. Σου δίνω το υλικό, κάνει έφεση θα είναι έξω λίγες μέρες αργότερα.»
Με κοίταξε, δεν μίλησε. Αισθάνθηκα την κάννη του όπλου στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου.
Διαισθάνθηκα κινητικότητα στο χώρο. Η κρύα κάννη του όπλου πίεζε το κρανίο μου. Ο Ινδός σήκωσε το χέρι του.
«Που το βρήκες εσύ αυτό;» με ρώτησε.
«Είναι από κινητό και μου το έδωσε μια πηγή. Δεν κάρφωσα εγώ τον Καράφλα, όπως νομίζετε. Ο Καράφλας το ξέρει.» απάντησα με έντονο ύφος. Ο Ινδός με έπιασε από τον γιακά.
«Τι λες ρε παπάρα, που έγινες και σωτήρας. Ξέρεις σε τι κίνδυνο μας βάζεις που ήρθες στο μαγαζί σήμερα; Όλη η χώρα ψάχνει έναν ψυχάκια που απαγάγει βιαστές και τους πετάει σε πλατείες, η σκατόφατσά σου είναι παντού, ποιος ξέρει ποιος σε ακολούθησε εδώ. Λέγε που είναι το βίντεο.»
«Κανείς δεν με ακολούθησε, γιατί έκανα σαφές στο αφεντικό τους πως δεν ξέρουν να κρύβονται. Πρώτα θέλω να μάθω ποιος διέταξε συμβόλαιο θανάτου για μένα και αν ακόμη κινδυνεύω.. μετά το βίντεο.»
Ένιωσα το όπλο ξανά πίσω από το κεφάλι μου. Προσπάθησα να μην κλείσω τα μάτια, να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.
«Είστε σίγουροι πως θέλετε να σκοτώσετε τον άνθρωπο που είναι πρώτο θέμα σε όλα τα κανάλια της χώρας;» ρώτησα τον Ινδό. Με κοίταξε, ζυγίζοντας την σκέψη μου και έκανε μια νευρική κίνηση σε κάποιον από πίσω μου να κατεβάσει το όπλο. Πήρε λίγο χρόνο και περπάτησε στο χώρο χωρίς να μιλήσει.
«Εγώ πιστεύω πως έπρεπε να είσαι στο χώμα εδώ και δυο χρόνια, αλλά είχες μια κωλοτρυπίδα να..» μου είπε και έδειξε με τα δάχτυλά του έναν μεγάλο κύκλο.
«Μια απάντηση θέλω, και το βίντεο είναι δικό του.» απάντησα, αγνοώντας όλες τις προσπάθειες που έκανε να μ' εκνευρίσει.
Αν αποδεχόταν το αίτημά μου, θα φαινόταν αδύναμος, αν όχι, ίσως έχανε την ευκαιρία να βγάλει τον Καράφλα από τη φυλακή.
«Έφυγες, χάσου.» μου είπε, δείχνοντας πως δεν είχε πάρει μια τελική απόφαση. Γύρισα την πλάτη μου, μετρώντας σταθερά μέχρι το δέκα. Μετά το πέντε, λογικά οι πιθανότητες να με σκοτώσουν πισώπλατα θα ήταν λίγες. Στο έντεκα άνοιξα την πόρτα και βγήκα. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Μόλις είχα ανακατέψει την τράπουλα μ’ έναν πολύ επικίνδυνο τρόπο.
Εκείνο το απόγευμα διέσχισα με τη μηχανή σχεδόν κάθε σοκάκι της περιοχής που μεγάλωσα. Κάθε που η ευθεία ήταν άδεια, γκάζωνα σαν δεκαοχτάχρονο που μόλις πήρε το δίπλωμα και θέλει να εντυπωσιάσει. Ένιωσα το κράνος να με πιέζει. Βγήκα στην Πατησίων και μόλις το πρώτο φανάρι άναψε πράσινο, πάτησα το γκάζι με δύναμη αφήνοντας ελαφρά τον συμπλέκτη. Η μηχανή σηκώθηκε όρθια και το λάστιχο μούγκρισε στην άσφαλτο σα να διαμαρτυρόταν για την ανευθυνότητά μου.
Ανέβηκα τις στροφές, με τις αναμνήσεις να καθοδηγούν τα χέρια μου. Το τιμόνι έμοιαζε ελαφρύ όπως κυνηγούσε φαντάσματα ανάμεσα στις πολυκατοικίες που υψώνονταν μπροστά μου. Το βλέμμα μου έψαχνε μισοξεχασμένα βλέμματα και εφηβικά σώματα που πάσχιζαν να βρουν ταυτότητα. Ανέβηκα τη Γαλατσίου και έφτασα τον προφήτη Ηλία, όπου πιτσιρικάδες έκαναν τα πρώτα τους τσιγάρα με μια μπύρα ανοιχτή ανάμεσα στα πόδια. Στα ίδια μέρη έκανε όνειρα η γενιά μου κάθε Κυριακή. Ένιωσα οικεία όπως απλωνόταν η πόλη στα πόδια μου. Όποτε έβλεπα την Ακρόπολη να χρυσαφίζει, ένιωθα πως δεν ήθελα να φύγω από το σπίτι μου, την πόλη που με μίσησε και την αγάπησα όσο τίποτα.
Η Χριστίνα δεν μου είχε απαντήσει στο μήνυμα που τις είχα στείλει νωρίτερα.
"Που είσαι γαμώτο, έχω ανάγκη να σου μιλήσω." σκέφτηκα.
Έσβησα το τσιγάρο και ήπια μια γουλιά από ένα ενεργειακό ποτό που είχα πάρει από το περίπτερο.
Χτύπησε το κινητό και το έβγαλα με αγωνία μήπως η Χριστίνα είχε δώσει σημάδια ζωής. Ήταν ο Κρατερός τελικά.
«Βρέθηκε αρσενικό στο σώμα του Βερμάνη. Κάποιος τον δηλητηρίασε.»
«Αρσενικό; Τι σκατά; Ποσότητα;» του απάντησα.
«Κάποιος παίζει μαζί μας.» μου απάντησε χωρίς να συμπληρώσει τίποτα άλλο.
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως επρόκειτο για δολοφονία πλέον. Κάποιος μελετούσε προσεκτικά τα βήματά του, ώστε να μην συνδέεται εύκολα η υπόθεση με ανθρωποκτονία.
Πήρα τηλέφωνο τη Χριστίνα, ήθελα να την ακούσω, αλλά πλέον χρειαζόμουν και την επαγγελματική της γνώμη. Πάλι δεν απάντησε.
"Στείλε τουλάχιστον ότι είσαι καλά, ανησυχώ"- της έγραψα και ύστερα ανέβηκα στη μηχανή και κατηφόρισα στο σπίτι. Έπρεπε να ταΐσω και τον γάτο.

You may also like

Back to Top