Δεν είχα ώρα. Η μπαταρία στο ρολόι μου είχε τελειώσει από τις αρχές του προηγούμενου μήνα και έδειχνε σταθερά έξι και τέταρτο. Μου περνούσε αδιάφορο το να μπω στην διαδικασία να την αλλάξω, λες κι έφταιγαν οι δείκτες που περνούσαν τόσο άσκοπα οι μέρες μου τον τελευταίο καιρό. Το κινητό το είχα αφήσει στο σαλόνι με κλειστά τα δεδομένα. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να κρατώ μόνο βιβλία στο δωμάτιο.
Η Χριστίνα σε λίγο θα ξυπνούσε. Σε αντίθεση με μένα, που προσπαθούσα εδώ και έξι μήνες να τελειώσω το βιβλίο μου και ξενυχτούσα κρατώντας χειρόγραφα, τα οποία στη συνέχεια θα πετούσα στα σκουπίδια, εκείνη είχε σημαντικό λόγο ν’ αναζητήσει λίγες ώρες γαλήνιου ύπνου. Εργαζόταν στον NHS, στο εθνικό σύστημα υγείας της Αγγλίας, στο τμήμα ψυχικής υγείας. Καθημερινά έπρεπε να διαχειριστεί δύσκολες οικογενειακές υποθέσεις, από μητέρες που είχαν κατάθλιψη, μέχρι παιδιά που αντιμετώπιζαν σημαντικά και κάποιες φορές σπάνια ψυχικά νοσήματα. Προσπαθούσε να κοιμάται τουλάχιστον έξι ώρες την ημέρα για να μπορεί να έχει την ενέργεια και τη δύναμη ν’ ανακουφίσει ότι βασάνιζε την ψυχή και το σώμα τους.
Πολλές φορές ένιωθα άσχημα για το τι προσφέρω στη ζωή της. Εκείνη έγραφε το διδακτορικό της και βοηθούσε ανθρώπους καθημερινά. Εγώ από την άλλη, έτρωγα τα χρήματα που είχα μαζέψει από δέκα χρόνια δημοσιογραφίας και τα πλήρωνα ενοίκια στο καπρίτσιο ενός μυθιστορήματος που δεν ήξερα καν πως ήθελα να τελειώσει. Για ν’ ανακουφίσω την ανεπάρκεια που ένιωθα φρόντιζα όταν γυρίζει στο σπίτι να βρίσκει πάντα φαγητό και μια ζεστή αγκαλιά να την αποφορτίσει. Ίσως καμιά φορά αυτά να είναι αρκετά για να νιώσει κάποιος αγάπη.
Έσπρωξα μια μικρή θερμοφόρα που είχε βάλει ανάμεσά μας στο κρεβάτι προς την αγκαλιά της και σηκώθηκα απαλά από το κρεβάτι. Τα παράθυρα του σπιτιού μας ήταν ξύλινα και παλιά, φτιαγμένα κάπου ανάμεσα στους πολέμους που βασάνισαν την Ευρώπη στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Έμπαζαν κρύο και το καλοριφέρ άναβε μόνο του τα βράδια από τον θερμοστάτη. Σε οποιαδήποτε άλλη πόλη το ενοίκιο του συγκεκριμένου σπιτιού θα ήταν χαμηλό, στο Λονδίνο πάλι, ακόμη κι ένα δωμάτιο κόστιζε όσο ένα μεγάλο διαμέρισμα στο Παγκράτι.
Περπάτησα προσεκτικά για να μην ξυπνήσω την Χριστίνα μέχρι το σαλόνι και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Το φως της κουζίνας έφεγγε ήρεμα την κατσαρόλα με τη σούπα λαχανικών που είχα φτιάξει νωρίτερα. Έβαλα λίγο νερό από το ψυγείο στο ποτήρι, συνήθεια που μου είχε κολλήσει η συγκάτοικός μου από τα πρώτα χρόνια της σχέσης μας, και κοίταξα έξω. Έριχνε δυνατή βροχή για Λονδίνο. Σε αντίθεση με ότι πίστευε ο περισσότερος κόσμος για την πόλη, δεν είχε συχνές μπόρες, απλά ψιχάλιζε ασταμάτητα, πολλές φορές για μέρες.
Τα λιγοστά φωτεινά παράθυρα στα απέναντι σπίτια ήταν είτε από ανθρώπους που είχαν ήδη ξεκινήσει να ετοιμάζονται για τη δουλειά τους, είτε τα είχαν αφήσει ανοιχτά για να σκοτώσουν τη μοναξιά και τους φόβους.
Παρότι αντιστάθηκα στην αρχή, τελικά κοίταξα το ρολόι που ήταν ακουμπισμένο στο τραπεζάκι που αφήναμε τα κλειδιά και τoυς λογαριασμούς. Τρείς και είκοσι. Άφησα το ποτήρι με το νερό και έκατσα στην κίτρινη πολυθρόνα με το κόκκινο μαξιλαράκι, δώρο της αδερφής μου στο σύντομο ταξίδι τους στην Αγγλία για να μας δουν. Ένας θόρυβος σαν από ξύλο που τραντάζεται ακούστηκε απ’ έξω από το παράθυρο. Συνηθισμένος στις αλεπούδες που σκαρφάλωναν τους φράχτες τα βράδια ψάχνοντας τροφή δεν έδωσα σημασία.
Άνοιξα το «Masters of Mankind», μια σειρά από διηγήματα και διαλέξεις του Νόαμ Τσόμσκι, στη σελίδα εβδομήντα πέντε. Στην κυριολεξία υπνοβατούσα σ’ έναν κόσμο που η δημοκρατία έχτιζε το κοινωνικό κατασκεύασμα και σε κάθε δεύτερη πρόταση ο καθηγητής από την Πενσυλβάνια σκότωνε την έννοια της ελευθερίας μέσα από τη δύναμη του κατεστημένου.
Προσποιήθηκα για περίπου δέκα λεπτά πως είχα τη δύναμη να τελειώσω το κεφάλαιο και ύστερα άφησα μια δυνατή ανάσα να διώξει το βάρος που είχα στο στήθος μου. Είχα μπει στα τριανταπέντε πριν λίγες ημέρες, και προσπαθούσα να ισορροπήσω μεταξύ της αισιοδοξίας για το μέλλον και της ματαίωσης που ένιωθα για τα εφηβικά όνειρα που με προσπέρασαν την προηγούμενη δεκαετία.
«Σκατά» - σκέφτηκα και έβαλα ένα ποτήρι με σκωτσέζικο ουίσκι που είχαμε φέρει από το Εδιμβούργο πέρυσι τον Φλεβάρη, καθαρό ‘νερό που καίει’ από τα Χάιλαντς και όχι τα αναμεμειγμένα ξεπλύματα των πολυεθνικών. Στην πρώτη γουλιά ένιωσα ν’ ανάβει όλο μου το σώμα και στη δεύτερη να σβήνει ότι προβλημάτιζε το μυαλό μου. Έκατσα πάλι στην κίτρινη πολυθρόνα και κοίταξα στο ημίφως τον άδειο χώρο και τη βιβλιοθήκη με τις εκατομμύρια λέξεις που περίμεναν από κάποιον ένα βλέμμα.
Ήξερα πως απ’ όλες τις σκέψεις που τριγύριζαν στο κεφάλι μου, μια συγκεκριμένη τσαλαπατούσε την ηρεμία μου. Το απόγευμα της ημέρας που θα χάραζε σε λίγο, είχαμε κανονίσει με τη Χριστίνα να δειπνήσουμε σε ένα συνοικιακό βιετναμέζικο εστιατόριο, ώστε να συζητήσουμε για τη μιζέρια στην οποία είχε οδηγηθεί η σχέση μας τους τελευταίους μήνες.
Ήξερα ότι η Χριστίνα ένιωθε πως αγνοείτο ο άνθρωπος που γνώρισε πριν μερικά χρόνια. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως τον αναζητούσα κι εγώ ο ίδιος. Είχα ψάξει αρκετά τι μου έφταιγε και καμιά από τις υποτιθέμενες αιτίες δεν δικαιολογούσε την απογοήτευση που ένιωθα από οτιδήποτε γύρω μου. Οκτώ χρόνια πριν, σ’ εκείνη την κοινή παρέα στα Πετράλωνα ήμουν ένας αστείος, γεμάτος ενέργεια και όνειρα άνθρωπος. Ακόμη, δούλευα για μια ιστοσελίδα ως ρεπόρτερ και αρθρογράφος, ενώ παράλληλα έκανα μικρές αρπαχτές σε καλλιτεχνικά φεστιβάλ και παρουσιάσεις.
Απογοητευμένος και εξουθενωμένος από μια σειρά καταστάσεων, αποφάσισα ν’ αφήσω την Αθήνα και ν’ ακολουθήσω την Χριστίνα στην Αγγλία για τις σπουδές της. Από μικρός ήθελα να ζήσω από κοντά τη σύγκρουση του πανκ με το παλάτι. Βέβαια, η Αγγλία που είχα χτίσει στο μυαλό μου μέσα από τα βιβλία του Τζόναθαν Κόου είχε πεθάνει μαζί με την καριέρα των Σέξ Πίστολς, σα να είχε αρχειοθετηθεί μαζί με μια στοίβα βινύλια σε κάποιο ράφι της ιστορίας.
Το Λονδίνο παρέμενε συμπαθητικό και γεμάτο εκπλήξεις. Παρόλα αυτά, ήταν άκρως ανταγωνιστικό. Ύστερα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες να βρω δουλειά στην Αγγλία ως δημοσιογράφος, στράφηκα στην επικοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, κι έτσι σε διάστημα εννέα μηνών παραιτήθηκα από δύο εταιρείες. Παράλληλα, απώλεσα την προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου πως μπορώ να κάνω ένα οποιοδήποτε συμβατικό επάγγελμα, κι έτσι, έφτασα να γράφω ασύνδετες προτάσεις από ένα μυθιστόρημα που μάλλον τελικά ήταν περισσότερο ημερολόγιο παρά λογοτεχνία.
Μύρισε καφέ και σαμπουάν. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου είδα τη Χριστίνα να μου χαμογελά από την κουζίνα, με τα φρεσκολουσμένα της μαλλιά πεσμένα στους ώμους της.
«Καλημέρα. Εγώ φεύγω, τα λέμε το βράδυ.» είπε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. – Σκατά, όχι μόνο δεν γύρισα ποτέ στο κρεβάτι, αλλά με είχε πάρει ο ύπνος στην πολυθρόνα με το άδειο ποτήρι στο χέρι σαν κάποιος αλκοολικός σε τελευταίο στάδιο. Σηκώθηκα και αφού πέταξα τα ρούχα μου στα άπλυτα μπήκα κι έκανα ένα ζεστό ντους να ξελαμπικάρω.
Πρέπει να έμεινα πάνω από ένα τέταρτο κάτω από το καυτό νερό. Ένιωσα άσχημα για την κατάχρηση και την πολυτέλεια. Βγήκα και άφησα το σύννεφο καπνού ν’ απλωθεί στο υπνοδωμάτιο. Άνοιξα τα παράθυρα ν’ αεριστεί το σπίτι, έφτιαξα έναν διπλό εσπρέσο και ήπια ένα παυσίπονο για τους πόνους στο αριστερό μου πόδι. Eίχα πλέον συμβιβαστεί με την ιδέα πως εκείνο το ρεπορτάζ στη Σάμο θα με ακολουθούσε για πάντα.
Είχε πάει ήδη εντεκάμιση – το σημειωματάριο γεμάτο σκόρπιες σκέψεις που σε κάποιες στιγμές υπέρμετρης λογοτεχνικής αυτοπεποίθησης έμοιαζαν να συνδέονται και να δημιουργούν μια αριστουργηματική πλοκή. Το λάπτοπ μόνιμα ανοιχτό περίμενε τις δύο καινούριες παραγράφους. Κούνησα το αριστερό μου πόδι νευρικά, άρχισα να τινάζω το λαιμό μου σαν μαριονέτα που κάποιος παίζει μαζί της και κοίταξα ξανά το ρολόι ελπίζοντας πως οι δείκτες έδειχναν μετά τις δώδεκα – Δώδεκα κι επτά - έβαλα δύο γουλιές κρασί στο ποτήρι και τις ήπια, δεν ένιωσα τύψεις, μετά τις δώδεκα είναι μεσημέρι, οι αλκοολικοί ξεκινάνε από το πρωί μου είχε πει ένα συνάδελφος όταν καλύπταμε μαζί μια υπόθεση δολοφονίας στην Καλλιθέα.
Το Tέρζ, ήταν στο νούμερο δώδεκα ενός γραφικού στενού δρόμου, γεμάτο με παλιές αποθήκες που χρησιμοποιούσαν τα εργοστάσια επίπλου την περίοδο του μεσοπολέμου για ν’ αποθηκεύουν τα προϊόντα τους. Κάπου ανάμεσα στην φτώχεια και την ανέχεια που έφερε η ύφεση του ’30, οι παραδοσιακές μέχρι τότε βρετανικές αρχιτεκτονικές γραμμές παραδόθηκαν στον μοντερνισμό. Δίπλα από το παλιό χτίστηκε το νέο και κάπως έτσι δόθηκε η ψεύτικη ελπίδα πως τα βάσανα της Ευρώπης είχαν τελειώσει
Έβρισκα γοητευτικό τον τρόπο με τον οποίο ο χρόνος είχε γεννήσει καινούριες διαδρομές σ’ εκείνα τα κτήρια. Εκείνο που κάποτε ήταν ένας σταθμός άψυχων πραγμάτων, είχε μετατραπεί σε μια γειτονιά γεμάτη εστιατόρια με φυλές όλου του πλανήτη. Δεν με ξεγελούσε φυσικά η ψεύτικη επικάλυψη ευημερίας σε μια πόλη που βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην εγκληματικότητα. Περισσότερο θαύμαζα την ανθρώπινη ευρηματικότητα που έβρισκε πάντα τρόπο να χτίζει όνειρα με όποια υλικά είχε διαθέσιμα.
Συνήθως, διαλέγαμε ένα στενό τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο με φόντο την αγαπημένη μου πάμπ σε όλο το Λονδίνο, ένα χαμόσπιτο σε λευκές και μαύρες αποχρώσεις που λεγόταν «Τα χέρια του βασιλιά». Είχε μπύρες δικής τους παρασκευής και για τους εναλλακτικούς κρατούσε μια σωλήνα στη γωνία με τσέχικη ποικιλία που ήταν αρκετά ξινή για τα γούστα μου.
Την πρώτη φορά που τσακωθήκαμε με την Χριστίνα στην Αγγλία ήταν σε αυτό το κιτς, πλην τίμιο εστιατόριο που είχαν αυθεντικοί Βιετναμέζοι από το Ανόι. Οι τύποι όταν το άνοιξαν δεν είχαν λεφτά ούτε για ν’ αλλάξουν την πινακίδα του μαγαζιού, κι έτσι κατέληξε με αυτό το σουρεάλ, γι' ασιάτικο εστιατόριο, όνομα. Όπως έμαθα αργότερα ο χώρος ήταν εργαστήριο μουσικών οργάνων και η πινακίδα παρέμπε στις διάσημες κιθάρες Τέρζ, στις οποίες φαίνεται πως ειδικευόταν ο τεχνίτης που το είχε. Αυτό εξηγούσε πολλά για τον αλλόκοτο χώρο που πότε θύμιζε ξυλουργείο και πότε αίθριο σ’ εξοχική κατοικία του Μπράιτον.
Η Χριστίνα έβρισκε τους ανθρώπους που είχαν το μαγαζί, εξαιρετικά συμπαθείς κι ευγενικούς επαγγελματίες. Εγώ πάλι, αναγνώριζα πως ήταν συμπαθείς και προσπαθούσαν να φτιάξουν τη ζωή τους σε μια ξένη χώρα, όμως είχα δει πως πουλούσαν ναρκωτικά από την πίσω πόρτα και πίστευα πως περισσότερο τους ενδιέφερε η βιτρίνα τους να είναι καθαρή σαν κρύσταλλο για να μην μπουν σε μπελάδες.
«Λες βλακείες.»
«Δεν λέω..» της απάντησα, «..μπορείς να προσέξεις πως ο μικροκαμωμένος σχιζομάτης φίλος μας με το λευκό πουκάμισο πηγαινοέρχεται όλη την ώρα χωρίς να κάνει τίποτα και μόνο όταν του κάνουν νόημα από την κουζίνα βγαίνει και σπρώχνει αλουμινόχαρτο σε πελάτες.»
«Πρώτον, δεν είναι σχιζομάτης, μη γίνεσαι ρατσιστής, είναι ο Κάλι, και δεύτερον αυτό που κρατάει είναι φαγητό!»
«Είναι ναρκωτικά.. τα ντελίβερι μπαίνουν από την μπροστινή πόρτα.»
«Το έχεις κάψει από το πολύ αστυνομικό ρεπορτάζ όλα αυτά τα χρόνια.»
«Δεν το έχω κάψει, απλά ξέρω πως λειτουργούν οι πιάτσες! Πες μου πως δεν έχεις καταλάβει από που έρχονται όλα τα ναρκωτικά της γειτονιάς μας.»
Η Χριστίνα με κοίταξε με ειλικρινή απορία, σα να μην καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσα.
«Ω, αν είναι δυνατόν.. η Κεισέ είναι ο κόμβος διακίνησης.» της είπα υψώνοντας λίγο παραπάνω τον τόνο της φωνής μου απ’ όσο θα έπρεπε και ελπίζοντας πως δεν ήταν μέσα στο μαγαζί κάποιος Έλληνας.
«Ντροπή ρε Κίκο! Είναι τόσο ευγενική κυρία, και καλοσυνάτη, δεν έχει δώσει ποτέ δικαιώματα.»
«Ακριβώς! Και όλη μέρα είναι στην αυλή και φροντίζει τα λουλούδια της, μέχρι που έρχονται διάφορα ευγενικά παιδιά, που δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών, οδηγώντας πανάκριβα γερμανικά αυτοκίνητα και της παραδίδουν λευκές σακούλες με ψώνια.»
«Τα εγγόνια της είναι.»
«Χριστέ μου σύνελθε, τα πραγματικά της εγγόνια είναι τα πιτσιρίκια που βγαίνουν με τα ποδήλατα και μοιράζουν τα ναρκωτικά.»
«Οκ, λοιπόν, τέλος αυτή η συζήτηση! Δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτα άλλο και δεν θέλω να ξέρω οτιδήποτε τριγυρίζει μέσα στο αρρωστημένο σου μυαλό!»
«Δεν είναι αρρωστημένο το μυαλό μου, η κοινωνία μας είναι.» της απάντησα κι έτσι ξεκίνησε ένας τσακωμός που κατέληξε σε μια έντονη διαφωνία για το πως βλέπουμε τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω μας. Αφού πληρώσαμε, συνεχίσαμε να τσακωνόμαστε έντονα στα «Χέρια του Βασιλιά» και στην επιστροφή περπατήσαμε σε απόλυτη σιωπή μέχρι που μπήκαμε στο σπίτι.
Με το που κλείσαμε την πόρτα πίσω μας, ξαφνικά σαν από άλλη ταινία, ξεκινήσαμε να μιλάμε σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Πέσαμε στο κρεβάτι, κάναμε σεξ και καταλήξαμε να γελάμε με κάτι παλιά ηχητικά μηνύματα που έστελνα στην Χριστίνα την πρώτη περίοδο της γνωριμίας μας.
Όλη την σουρεάλ κατάσταση που ζήσαμε εκείνο το βράδυ την θεωρήσαμε ως σημάδι πως αυτά τα δύο μέρη, το «Τέρζ» και «Τα Χέρια του Βασιλιά» ήταν τα μέρη που θα έπρεπε να βρισκόμαστε όποτε νιώθαμε πως κάποια έντονη διαφωνία ήταν έτοιμη να οδηγήσει σε τσακωμό. Κάπως έτσι, καταλήξαμε το προηγούμενο βράδυ να κανονίσουμε να φάμε βιετναμέζικο, όχι γιατί μας είχε λείψει, αλλά γιατί ξέραμε πως θα τσακωθούμε και ενδόμυχα ελπίζαμε και οι δύο το τέλος της βραδιάς να μας βρει ξανά μονιασμένους.
Κάποιος πρέπει να σπάσει τον πάγο σκέφτηκα, καθώς κοιτούσα τη Χριστίνα που έψαχνε τον κατάλογο σαν να πήγαινε για πρώτη φορά εκεί.
«Θα παραγγείλουμε τα κλασικά;» ρώτησα.
«Δεν βαρέθηκες;» απάντησε εκείνη κάπως αδιάφορα.
«Καλά δεν ερχόμαστε και κάθε μέρα.»
«Σωστά, πλέον μένουμε σπίτι πίνοντας και γράφοντας μια λέξη την ημέρα.»
Σκάλωσα – είχα φτάσει τόσο χαμηλά στα μάτια της;
«Συγνώμη.. εντάξει, πολύ χοντρό ήταν αυτό.» είπε και άφησε τον κατάλογο. Πέρασε το αριστερό της χέρι ανάμεσα στα μαλλιά της και ύστερα έτριψε το πρόσωπό της με μια αργή βασανιστική κίνηση.
«Μπορούμε να παραγγείλουμε απλά τα ίδια ώστε να σκοτώσουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο και να μιλήσουμε κατευθείαν;» τη ρώτησα κι εκείνη ένευσε καταφατικά. Έδωσα την παραγγελία στο σερβιτόρο, ήπια μια γουλιά από την Ασάχι μπύρα μου και πήρα το λόγο.
«Κοίτα.. εγώ συγνώμη, ξέρω πως δεν είμαι ο εαυτός μου τελευταία, αλλά είναι μια σειρά από πράγματα που δεν με αφήνουν να ηρεμίσω.. και μέσα σε όλα αυτά πιστεύω πως έχω κάνει τόσες λάθος επιλογές στην ζωή μου που δεν ξέρω πως να το μαζέψω αυτό το πράγμα.»
«Και είναι λύση το να μην κάνεις τίποτα;»
«Όχι.. αλλά.. τέλος πάντων, προσπαθώ.»
«Προσπαθούσες.. παρελθόν, έχεις καιρό τώρα που απλά κοιτάς τις μέρες να περνούν.»
«Αυτό είναι άδικο.. όταν προσπαθείς να βάλεις τις σκέψεις σου σε μια σειρά μπορεί να χρειαστεί να μην κάνεις τίποτα για κάποιο διάστημα.»
Η Χριστίνα κοίταξε τα «Χέρια του Βασιλιά» έξω από το παράθυρο, καθώς ο σερβιτόρος μας έφερνε φλογέρες λαχανικών με γλυκόξινη σως.
«Κίκο, πρέπει να φύγεις.»
«Που να πάω, μόλις κάτσαμε.»
«Δεν εννοώ τώρα, πρέπει να φύγεις από το Λονδίνο, από τη χώρα γενικότερα. Ίσως να γυρίσεις στην Ελλάδα για ένα διάστημα.»
Σκάλωσα λίγο. Αν υπήρχε μια σταθερά στη ζωή μου, ένα πράγμα για το οποίο δεν αμφέβαλα ποτέ ήταν η σχέση μου με τη Χριστίνα. Δεν την έπαιρνα ποτέ ως δεδομένη, το ακριβώς αντίθετο, απλά πίστευα πως ακόμη κι αν χωρίζαμε μια μέρα θα ήταν μια επώδυνη διαδικασία και όχι μια ξέμπαρκη φράση σ’ ένα φαγάδικο. Ήπια μια ακόμη μεγάλη γουλιά αλκοόλ και την κοίταξα στα μάτια.
«Σοβαρά μιλάς;»
«Ναι.. δεν.. δεν λέω να χωρίσουμε, αλλά δεν νομίζω πως κάνει καλό σε κανέναν από τους δυο μας αυτή η κατάσταση. Είναι δύσκολο για μένα, είναι το επάγγελμά μου και αναγνωρίζω τα σημάδια.. από την άλλη είμαι η κοπέλα σου, όχι η ψυχολόγος σου.. και αυτή η προσπάθεια να ακουμπάς πάνω μου την μελαγχολία και την φιλοδοξία σου ταυτόχρονα είναι.. δεν ξέρω μου φαίνεται βαρύ φορτίο.»
«Συγνώμη, στις σχέσεις δεν υποτίθεται πως ακουμπάς τα προβλήματά σου στον άλλον; Αυτό δεν ξεχωρίζει τη σχέση από την ξεπέτα; Επίσης, τι εννοείς όταν λες αναγνωρίζεις τα σημάδια, ποια σημάδια;»
«Αχ.. Κίκο, δεν αμφέβαλες ποτέ φαντάζομαι πόσο σε αγαπάω και πόσο σε έχω στηρίξει σε ότι είναι αυτό που περνάς, αλλά δεν γίνεται να προσποίησε επί χρόνια πως δεν συνέβη τίποτα στη ζωή σου και απλά μετακόμισες στην Αγγλία για να είσαι κοντά στον βασιλιά. Έγινε απόπειρα δολοφονίας σε βάρος σου.. άλλαξες χώρα, δουλειά, όλη σου η καθημερινότητα είναι μια άλλη ζωή πλέον.»
«Ήρθα στο Λονδίνο για να είμαστε μαζί.»
«Ορίστε.. αυτό ακριβώς εννοώ, άρνηση.. προσποίησε πως τα έκανες όλα για μένα, πως ήθελες να είσαι μαζί μου όπου κι αν βρίσκομαι, όμως αυτό που πραγματικά έκανες είναι μια ενστικτώδη κίνηση για να νιώσεις ασφάλεια.. και δεν το κατηγορώ, πέρασες μια πολύ τραυματική εμπειρία, μετά από λίγο καιρό έχασες και τον πατέρα σου, σου έπεσαν όλα μαζί, αλλά σκέφτηκες ποτέ πως νιώθω εγώ για όλα αυτά; Νομίζεις η δική μου μελαγχολία είναι μόνο το ότι δεν βγαίνουμε συχνά έξω για φαγητό;»
Τέντωσα το κορμί μου στην πλάτη της καρέκλας και κοίταξα τους περαστικούς μπροστά. Ίσως να είχε δίκιο για τους λόγους που την ακολούθησα στην Αγγλία. Έλεγα σε όλους πως ήθελα να είμαστε μαζί, που δεν ήταν ψέμα, όμως η σκληρή αλήθεια ήταν πως ταυτόχρονα κρυβόμουν από το τραύμα που μου είχε αφήσει η απόπειρα που είχε γίνει σε βάρος μου εκείνο το πρωινό της 15ης Ιουλίου.