Περισσότερα από δύο χρόνια είχαν περάσει από την απόπειρα δολοφονίας μου. Στη μικρή έρευνα που πρόλαβα να κάνω πριν τα παρατήσω όλα κι αλλάξω τη ζωή μου, βρήκα μόνο κλειστές πόρτες. Κανένας από τους ανθρώπους της νύχτας δεν δέχτηκε να μου μιλήσει ή να μου δώσει περισσότερες πληροφορίες για τις ‘κόκκινες γραμμές’ που είχα περάσει και για το ποιός ήταν ο άνδρας με το κοστούμι που μου επιτέθηκε.
«Κίκο.. Kίκο..» είπε δυνατά η Χριστίνα καθώς χαμένος στις σκέψεις μου με το κουτάλι ανακάτευα τη σούπα με τα νουτλς σα να έψαχνα κάτι.
«Δεν πεινάω.» είπα, άφησα δύο εικοσάρικα στο τραπέζι και βγήκα από το εστιατόριο. Δεν είπα τίποτα άλλο στη Χριστίνα, με είδε από μόνη της να μπαίνω στα «Χέρια του Βασιλιά.»
Κάτι που μου άρεσε στις βρετανικές πάμπ, ήταν πως κανείς δεν ενδιαφερόταν ποιος είσαι, που θα κάτσεις, αν θα μείνεις λίγο ή πολύ. Ήταν όλοι εκεί για να πιούν και να ξεχάσουν κάτι. Έβγαλα τη μαύρη ζακέτα που φορούσα για ν' αντέξω τη ζέστη και την υγρασία που δημιουργούσαν οι δεκάδες ανάσες φωνακλάδων Άγγλων που χάζευαν τον αγώνα της Άρσεναλ στην τηλεόραση και παρήγγειλα μια λάγκερ δικής τους παραγωγής
Έκατσα δίπλα στο μπαρ, σε ένα σταντάκι με ανοιχτά πατατάκια που κάποιος είχε ξεχάσει φεύγοντας. Ήπια δυο γουλιές και ύστερα είδα την Χριστίνα να μπαίνει μέσα στη μπυραρία και να κατευθύνεται προς τα εμένα. Πήρε το ποτήρι μου κι ήπιε μια μεγάλη γουλιά.
«Ας τα πούμε όλα όπως είναι λοιπόν. Στο κάτω κάτω διαλέξαμε στο σωστό μέρος.» είπε και φώναξε στον μπάρμαν να της βάλει μια Τσέχικη σε μεγάλο ποτήρι.
Είναι σημαντικό να ξέρεις να παραδέχεσαι τις ιδιοτροπίες σου, τα λάθη σου, τις ανάγκες σου. Γενικά είναι σημαντικό να ξέρεις να διαχειρίζεσαι τη ζωή σου σε ένα κόσμο που μεταβάλλεται συνεχώς κι εσύ το μόνο που μπορείς να ορίσεις είναι τις επιλογές σου και τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου.
«Το ξέρεις πως σ’ αγαπάω έτσι;»
«Ναι, το ξέρω.» απάντησα στη Χριστίνα χωρίς να την κοιτάξω.
«Κοίταμε λίγο.» μου απάντησε και της έκανα το χατίρι.
«Δεν σου λέω να φύγεις γιατί θέλω να χωρίσουμε ή γιατί δεν αντέχω αυτό που περνάς. Σου λέω πως όσο δεν το κοιτάς εσύ στα μάτια και προσποιείσαι πως όλα πάνε καλά, αυτό θα φθείρει και τους δύο. Αν πας στην Ελλάδα θα περάσεις περισσότερο χρόνο με την αδερφή σου και τη μικρή, θα δεις τους φίλους σου, θα μπορέσεις ίσως να μιλήσεις με κάποιον συνάδελφό μου για όσα νιώθεις. Εγώ εδώ είμαι, δεν πάω πουθενά.»
«Το ξέρεις πως για μένα η Αθήνα δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια πόλη έτσι;»
«Δεν είμαι χαζή ρε Κίκο. Έχουν περάσει πάνω από δύο χρόνια όμως, τα έχεις παρατήσει όλα, την πόλη, το επαγγελμα, τις πηγές σου.. δεν έχεις επαφή με κανέναν. Τι συμφέρον έχουν να σκαλίσουν ιστορίες που ίσως κινήσουν περισσότερες υποψίες για εκείνους.»
Έκανα μια μικρή παύση.
«Δεν ξέρω, σου αρέσουν οι κοκκινοτρίχιδες και είσαι σε μια χώρα γεμάτη από δαύτους.» της απάντησα.
«Μπα.. τελικά περισσότερο μοιάζουν με ευχούλιδες από κοντά, παρά με Σκωτσέζους πολεμιστές.»
Γέλασα απότομα και λίγη από τη λάγκερ μου λέρωσε το τζιν. Η Χριστίνα με κοίταξε συνωμοτικά και ύστερα πήγε να πληρώσει την μπύρα της, που ένας Άγγλος με βαριά βόρεια
προφορά την είχε ακουμπήσει πάνω στο πλαστικό σουβέρ που απορροφούσε τον αφρό που ξεχείλιζε. Ήπιαμε το ποτό μας και συζητήσαμε χωρίς καμία ένταση τα επόμενα βήματα στη σχέση μας. Δεν μου άρεσε στην αρχή, αλλά τις επόμενες ημέρες θα ετοίμαζα βαλίτσες για Αθήνα, το είχα αποφασίσει.
Μόλις βγήκαμε από τα «Χέρια του Βασιλιά» ο καιρός είχε ξαφνικά αλλάξει. Καθόλου περίεργο για Λονδίνο, καμιά φορά έμπαινες με καλοκαίρι για ποτό και έβγαινες με χειμώνα. Ανάθεμα κι αν είχε εποχές αυτή η πόλη.
«Θέλω να πάω βόλτα.. μόνος μου, σε πειράζει;»
«Όχι..» μου απάντησε και με φίλησε απαλά στα χείλη. «Εγώ πάω να διαβάσω λίγο για τη διάλεξη στο πανεπιστήμιο και θα πέσω για ύπνο αν είναι. Μην αργήσεις, στείλε μου όταν έρχεσαι.»
Πήρα το 29, κάτι σαν το 608 της Αθήνας, η γραμμή που ήξερε όλα τα μυστικά της νεολαίας της πόλης. Κατέβηκα προς το ποτάμι. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο, οπότε ανέβηκα στον πάνω όροφο για να βρω μια θέση να καθίσω. Είχα αρκετό δρόμο μπροστά μου.
Στα περισσότερα καθίσματα ήταν απλωμένοι εικοσάρηδες που παρακολουθούσαν κάποιο βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα. Στις υπόλοιπες, κουρασμένοι εργαζόμενοι που είτε γύριζαν, είτε πήγαιναν σε κάποια βραδινή βάρδια. Μπερδεμένες γλώσσες ανάμεσα σε χρώματα, κόκκινα νύχια, μυρωδιές από κάρυ και βρώμικα ρούχα.
Κατέβηκα στην Τραφάλγαρ, στην εθνική πινακοθήκη και ύστερα περπάτησα κατά μήκος τον Τάμεση. Χάζεψα τον καθεδρικό του Αγίου Παύλου και τους ουρανοξύστες του Σίτυ που υψώνονταν σαν σε κάποιο άτυπο διαγωνισμό για το ποιος θα φτάσει πιο ψηλά στον ουρανό. Γερανοί με κόκκινα φωτάκια περίμεναν δίπλα τους εργάτες για να ξεκινήσουν σε λίγες ώρες να γεμίζουν τσιμέντο τα όνειρα και τις επιδιώξεις των πλουσίων της πόλης.
Έβγαλα από το παλτό μου έναν καπνό και έστριψα ένα τσιγάρο. Το είχα κόψει πέντε χρόνια, όμως υπήρχαν εκείνες οι στιγμές που το σώμα μου το ζητούσε επιτακτικά. Είχα αποφασίσει πως όσο έλεγα στον εαυτό μου πως απαγορεύεται να το βάλω ξανά στο στόμα μου, τόσο πιο έντονη θα ήταν ο πιθανότητα να το αρχίσω ξανά με μανία. Έτσι, ένα δύσκολο απόγευμα μετά το θάνατο του πατέρα μου, αποφάσισα πως δεν με νοιάζει τόσο τι κάνουν οι άλλοι. Αγόρασα έναν καπνό, έκανα έξι – επτά τσιγάρα και ύστερα τον πέταξα στα σκουπίδια. Κάθε φορά που ένιωθα πως ήθελα να τα πω με τον εαυτό μου έκανα το ίδιο.
Παράξενη πόλη το Λονδίνο. Το κάπνισμα απαγορευόταν παντού, όπως και το ποτό μετά τις έντεκα έξω από τις πάμπ. Παρόλα αυτά, τα ναρκωτικά άτυπα επιτρέπονταν σε όλους τους χώρους. Όλο το ποτάμι μύριζε μπάφους και η κόκα ήταν το αγχολυτικό των νεογιάπιδων του Σίτυ.
Αφού σκότωναν ολόκληρες οικονομίες σε ομόλογα για σπρέντ, ύστερα κατέβαιναν στο Σόρντιτς, ρούφαγαν δυο – τρεις μυτιές, έπιναν τον κώλο τους και ξερνούσαν έξω από το μετρό. Την επόμενη μέρα το πρωί, στέκονταν στην ουρά των Πρέτ για να πάρουν καφέ και κρουασάν σαν δήθεν πολιτισμένοι.
Με τα χέρια παγωμένα από το κρύο, κατάφερα κι έστριψα ένα σαν χωνί. Το σάλιο μου εξανεμιζόταν σε δέκατα και το χαρτί σχεδόν διαλύθηκε από την υγρασία. Άναψα το στριφτό και ένιωσα να πνευμόνια μου να καίγονται. Ύστερα από ένα λεπτό άρχισαν να διαμαρτύρονται μ’ έναν μικρό σπασμό.
Έβγαλα το κινητό για να στείλω στην Χριστίνα πως θ’ αργήσω, να μην ανησυχεί. Άνοιξα τα δεδομένα και ξαφνικά η οθόνη του γέμισε δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες ειδοποιήσεις. Η συσκευή άρχισε να δονείται ασταμάτητα και ο κατακλυσμός μηνυμάτων οριακά μπλόκαρε το λογισμικό. Καθώς ρουφούσα τον καπνό, ξεχώρισα πάνω πάνω ένα μήνυμα από τον πρώην αρχισυντάκτη μου στην Αθήνα, τον Μιχάλη.
«Δεν ξέρω που σκατά είσαι και γιατί δεν απαντάς, αλλά διάβασε ειδήσεις.»
Με δυσκολία κατάφερα να μπω στις ρυθμίσεις και να κλείσω προσωρινά όλες τις ειδοποιήσεις στη συσκευή. Με το χέρι μου να τρέμει από το κρύο, μπήκα στους Άλφα Ρω για να δω τι είχε συμβεί:
ΣΟΚ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΛΕΥΚΟ ΒΑΝ ΠΕΤΑΞΕ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑ ΝΙΚΟΥ ΒΕΡΜΑΝΗ ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ. - ΠΩΣ ΕΜΠΛΕΚΕΤΑΙ Ο ΓΝΩΣΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΚΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ.
«Γουάτ δε φάκ..» αναφώνησα μέσα στην βραδινή ερημιά του Λονδίνου. Από την ταραχή μου άνοιξα καταλάθος τον φακό του κινητού και φώτισε όλη η προβλήτα. Ένας άστεγος μου ζήτησε να ξεκουμπιστώ επιτέλους για να κοιμηθεί. Έφυγα από τα ξύλινα σκαλοπάτια και με το κινητό κατεβασμένο έφτασα στην μιλένιουμ μπρίτζ του Καλατράβα. Ο φωτισμός της θύμιζε black mirror επεισόδιο. Άνοιξα την 'Ελευθέρη Φωνή' , μια σχετικά αξιόπιστη εφημερίδα με καλούς συναδέλφους για να σιγουρευτώ πως όλο αυτό δεν ήταν φάρσα.
ΣΟΚ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΛΕΥΚΟ ΒΑΝ ΠΕΤΑΞΕ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑ ΝΙΚΟΥ ΒΕΡΜΑΝΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ. - ΠΩΣ ΕΜΠΛΕΚΕΤΑΙ Ο ΓΝΩΣΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΚΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ.
Τι σκατά είχε συμβεί; - Η καύτρα από το τσιγάρο έφτασε στο φίλτρο και τα δάχτυλά μου άρχισαν να καίγονται. Πέταξα ότι είχε μείνει από το χαρτί κι έστριψα ένα ακόμη, κοιτάζοντας γύρω μου την ερημιά και νιώθοντας τις ψιχάλες από τον ουρανό να συνθλίβονται πάνω στο δέρμα μου.
Το κινητό μου άρχισε να χτυπάει από άγνωστους αριθμούς που προφανώς έκαναν ρεπορτάζ και μ’ έψαχναν. Δεν σήκωσα κανέναν.
Ήξερα ποιος ήταν ο Νίκος Βερμάνης φυσικά. Πριν είκοσι χρόνια, είχε βιάσει και σκοτώσει τη Μαρία, φοιτήτρια Νομικής στην Κομοτηνή. Στην απολογία του δήλωσε ερωτευμένος με την κοπέλα και οι εφημερίδες γέμισαν πρωτοσέλιδα για δήθεν έγκλημα πάθους. Κανένα πάθος δεν υπήρχε φυσικά, ήταν μια στυγνή κακοποίηση και δολοφονία.
Παρόλα αυτά, ο νόμος είχε παράθυρα, αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν για το τι προηγήθηκε και ένας περιπτεράς είχε καταθέσει στη δίκη πως η κοπέλα που δολοφονήθηκε εκείνο το βράδυ είχε πάρει προφυλαχτικά από εκείνον και ήταν προκλητικά ντυμένη. Προφυλακίστηκε για δυο χρόνια και ύστερα αφέθηκε ελεύθερος.
Που εμπλεκόμουν εγώ σε αυτή την ιστορία; Ήταν το πρώτο μου μεγάλο ρεπορτάζ, και το θράσος μου είχε εξασφαλίσει πολλές αποκλειστικές πληροφορίες που άσκησαν μεγάλη πίεση στην υπεράσπιση του δολοφόνου. Με Κυριακάτικα άρθρα μου είχα αναδείξει όλα τα κενά του νομικού πλαισίου που κατάφεραν με ανυπόστατες συκοφαντίες να παρουσιάσουν τον δολοφόνο σχεδόν ως θύμα της υπόθεσης.
Η καριέρα μου απογειώθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες, για όλους τους σωστούς δημοσιογραφικούς λόγους και όλους τους λάθος ανθρώπινους. Οι συνάδελφοί μου εντυπωσιάστηκαν με τον τρόπο που ξεμπρόστιασα τα αίολα επιχειρήματα της υπεράσπισης και τις πρακτικές πίεσης που άσκησε στο δικαστήριο. Τίποτα από αυτά δεν έφερε πίσω την αδικοχαμένη Μαρία φυσικά.
Οι παλμοί ανέβαιναν σταθερά κάθε φορά που έβλεπα καινούριους τίτλους ειδήσεων. Αν κάποιος διάβαζε τα πρωτοσέλιδα χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί θα νόμιζε πως εγώ είχα σκοτώσει τον Βερμάνη.
- Ένα λευκό βαν άφησε το πτώμα του Βερμάνη στο Σύνταγμα; Αυτό σημαίνει πως ο Βερμάνης που αγνοείτο εδώ και είκοσι χρόνια ήταν ζωντανός; Και που βρισκόταν επί δυο δεκαετίες που η αστυνομία τον θεωρούσε νεκρό;
Έσβησα και το δεύτερο τσιγάρο. Πήγα να βάλω το κινητό στην τσέπη μου να φύγω, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα πως απ’ όλα όσα διάβαζα για μένα, υπήρχε κάτι σημαντικό το οποίο είχα προσπεράσει, ίσως γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως κυριολεκτούσε ο συντάκτης του.
– Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΕΣΤΕΙΛΕ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΙΚΟ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ ΣΤΑ ΣΟΣΙΑ ΜΙΝΤΙΑ;
«Τι πράγμα;!»
Άνοιξα το μήνυμα του Μιχάλη. Είχε μια δεύτερη παράγραφο.
– «Μπες στο Χ ή Τουίτερ ή όπως σκατά το λένε αμέσως και μην κάνεις καμία βλακεία πριν συμβουλευτείς δικηγόρο.»
Κατέβασα το πάνελ με τις ενημερώσεις και κοίταξα όλες τις ειδοποιήσεις που είχαν έρθει στο κινητό μου από τα σόσιαλ. Όντως, ήταν σχεδόν όλες από το Τουίτερ. Άνοιξα την εφαρμογή και ένα 99+ εμφανίστηκε στο κουτάκι δίπλα στο λογαριασμό μου. Μπήκα στο προφίλ μου. Τελευταία φορά που τσέκαρα με ακολουθούσαν οχτακόσιοι άνθρωποι, οι περισσότεροι συνάδελφοι δημοσιογράφοι. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να σιγουρευτώ πως έβλεπα καλά. Ο αριθμός αυτός είχε γίνει είκοσι έξι χιλιάδες.
Κοίταξα μέσα στο χαμό του προφίλ μου και βρήκα το ποστ στο οποίο αναφέρονταν όλοι. Ένας άγνωστος λογαριασμός με είχε κάνει τάγκ σε μια φωτογραφία από το Σύνταγμα και είχε γράψει επί λέξη. – ‘Τώρα μπορείς να συνεχίσεις την έρευνά σου.’
Μπορούσα να διερωτηθώ για ακόμη μια φορά αν αυτό που ζούσα ήταν κάποιος εφιάλτης, αλλά μάλλον έπρεπε να το πάρω απόφαση πως ένα μυστήριο και επικίνδυνο κεφάλαιο είχε ανοίξει στη ζωή μου.
Για λίγα λεπτά πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα βίντεο και οι δήθεν αποκλειστικές πληροφορίες για την εμπλοκή μου στην υπόθεση το επόμενο πρωί. Γρήγορα οι σκέψεις έφυγαν κι ένιωσα κουρασμένος από τον κόσμο. Σκέφτηκα πως έκανα ότι ήθελαν, εξαφανίστηκα, προσπάθησα να ζήσω τη ζωή μου σα να μη με ένοιαζε η αδικία και η ασχήμια του κόσμου. Γιατί δεν με άφηναν στην ησυχία μου;
Πήρα μια βαθιά ανάσα κι ύστερα είδα τα χνώτα μου να χάνονται στον Τάμεση. Ότι κι αν ήταν αυτή τη φορά έπρεπε να το κοιτάξω κατάματα. Όφειλα να προστατέψω τους δικούς μου ανθρώπους από αυτή την παράνοια. Άνοιξα την εφαρμογή και έκλεισα το πρώτο πρωινό εισιτήριο για Ελλάδα.