Το ταξί σταμάτησε μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ετοιμαζόμουν να κατέβω από το αυτοκίνητο, όταν άκουσα πίσω μου το θόρυβο από τη σπασμένη εξάτμιση και το μαρσάρισμα μιας μηχανής, που μας προσπέρασε και χώθηκε στα σοκάκια. Ένιωσα τους παλμούς της καρδιάς μου ν’ ανεβαίνουν. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να ηρεμήσω. Κάθε βλέμμα προς την είσοδο έφερνε στη μνήμη μου το όπλο που με σημάδεψε σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο.
-"Όλα καλά;" ρώτησε ο οδηγός κάπως αδιάφορα. Το στόμα του μύριζε νικοτίνη, χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του στο τιμόνι και κοιτούσε ανυπόμονα την κλήση που αναβόσβηνε στο τάμπλετ, πάνω από το λεβιέ των ταχυτήτων.
-"Μπορείς σε παρακαλώ να βάλεις το αυτοκίνητο μέσα στην πιλοτή και να με αφήσεις εκεί;"
Έδειξε να δυσανασχετεί στην αρχή, αλλά από τον μεσαίο καθρέπτη είδε το ιδρωμένο μέτωπό μου και κατάλαβε πως δεν ένιωθα πολύ καλά. Έστριψε το τιμόνι δεξιά, μπήκε μέσα στο μικρό τούνελ της πολυκατοικίας και πάρκαρε δίπλα στο παλιό αυτοκίνητο του πατέρα μου, το οποίο ακόμη δεν είχα τολμήσει να μετακινήσω από τότε που έφυγε.
-"Είσαι σίγουρα καλά, μήπως μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;" με ρώτησε, αυτή τη φορά κάπως σοβαρά και με ειλικρινές ενδιαφέρον.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα μετά από εκείνη την απόπειρα, ήταν όμως η πρώτη φορά που επίσημα ένας δολοφόνος με είχε μπλέξει σε μια ιστορία που άνοιγε πολλές περισσότερες πληγές απ’ όσες είχα καταφέρει να κλείσω τα τελευταία δυο χρόνια. Γι’ αυτό ο ιδρώτας, γι’ αυτό η προσπάθεια να μην με δουν οι γείτονες στο δρόμο, γι’ αυτό η ανάγκη να σιγουρευτώ πως δεν με περίμενε κανείς ανάμεσα στις σκιές των αυτοκινήτων.
"Ναι, ευχαριστώ.. όλα καλά." απάντησα μετά από λίγη ώρα, κατέβηκα από το αυτοκίνητο, πήρα τη βαλίτσα μου, και μπήκα στην πολυκατοικία, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Για πρώτη φορά ένιωσα τόση μοναξιά, μέσα στο κτήριο που κάποτε ένιωθα άτρωτος. "Πότε ξεκίνησα να φοβάμαι;" αναρωτήθηκα φωναχτά. Η σιωπή στην ερώτηση με κατέβαλε. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και πάτησα το νούμερο τρία στον ανελκυστήρα. -"Σκάσε επιτέλους." άκουσα μια φωνή στο κεφάλι μου να μου θυμίζει πως δεν ήμουν εγώ αυτός.
       Άφησα την βαλίτσα μου έξω από το διαμέρισμα στον τρίτο όροφο, δεν υπήρχε φόβος να χαθεί. Η πολυκατοικία ήταν οικογενειακή υπόθεση. O πρώτος όροφος ήταν νοικιασμένος σε έναν επιχειρηματία που τη μισή χρονιά ζούσε στην Κύπρο, ο δεύτερος ήταν άδειος από τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου. Ο τέταρτος όροφος ήταν ένα γιαπί, μισογκρεμισμένες πορσελάνες και χαραγμένα τσιμέντα που περίμεναν να φορέσουν τα καλά τους, σε μια ανακαίνιση που αδερφή μου δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Η επίσημη εκδοχή ήταν πως ο γαμπρός μου ήταν πιο κοντά στη δουλειά του στο σπίτι που έμεναν ήδη. Η σκληρή αλήθεια ήταν πως είχαν φοβηθεί για το παιδί μετά την απόπειρα δολοφονίας σε βάρος μου. Δεν τους αδικούσα καθόλου.
      Πέταξα τον σάκο με τα προσωπικά μου πράγματα στο πάτωμα και άνοιξα τα παράθυρα να πάρει αέρα το σπίτι. Μύριζε κλεισούρα από την υγρασία. Η αδερφή μου είχε ακουμπήσει πάνω στον πάγκο της κουζίνας ένα πήλινο σκεύος με λαζάνια. Χαμογέλασα μόλις το είδα. Ξεχνούσα πόσο μου έλειπε όσο ήμουν στο εξωτερικό. Για την ακρίβεια δεν το ξεχνούσα, αλλά προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι. Είχε αφήσει και σημείωμα:
«Θα προτιμούσα να μην ήσουν πρώτο θέμα στις ειδήσεις για να το συνοδεύαμε με κρασί σήμερα.»
Ακούμπησα το σημείωμα ξανά στον πάγκο της κουζίνας και έσφιξα τα χείλη μου. «Κι εγώ.» απάντησα δυνατά στο άδειο δωμάτιο.
       Έβγαλα την παλιά φοιτητική καφετιέρα από το ντουλάπι και την άφησα στον πάγκο της κουζίνας. Κανονικά, θα έπρεπε να την είχα πετάξει από χρόνια, αλλά δεν τολμούσα ν’ αποχωριστώ τον ωραιότερο καφέ που είχα πιεί ποτέ στη ζωή μου. Ήταν η γυάλινη κανάτα που είχε ποτίσει μυρωδιές και γεύσεις; Ήταν οι αναμνήσεις από τις αγνές εποχές της πρώτης νιότης; Ίσως να ήταν απλά μια καλή καφετιέρα που όποιος την κατασκεύασε είχε γούστο.
      Το μαύρο αυτοκίνητο που με ακολουθούσε, είχε παρκάρει απέναντι, σε ένα μικρό χωμάτινο αδιέξοδο. Οι αστυνομικοί έπιναν καφέ κοιτώντας πότε πότε προς την είσοδο της πολυκατοικίας μου. Έπρεπε να συνηθίσω πως θα είχα συνοδεία που θα παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση για πολύ καιρό ακόμη.
        Άκουσα ένα χρατς στην ξύλινη εξώπορτα του διαμερίσματος. Για μια στιγμή κοίταξα καχύποπτα, με όλα όσα συνέβαιναν στην ζωή μου τις τελευταίες ώρες, όμως αμέσως μετά χαμογέλασα και άνοιξα την πόρτα με ανυπομονησία.
Ο τζίντζερ γάτος μου, με τα πανέμορφα πράσινα μάτια του, νιαούρισε με ικανοποίηση μόλις με αντίκρυσε και τρίφτηκε πάνω στο πόδι μου.
«Πουαρό!» αναφώνησα και τον πήρα στην αγκαλιά μου για μια μόνο στιγμή, γιατί ήξερα πως ήθελε με μέτρο τα χάδια.
«Μου έλειψες, το ξέρεις;» του είπα καθώς τον άφηνα από τα χέρια μου. Εκείνος, νιαούρισε δυνατά, έτριψε το κεφαλάκι του στα χέρια μου και ύστερα άρχισε να σουλατσάρει στο σαλόνι. Ήταν πλέον τριών χρονών. Ολόκληρος άνδρας. Τον Πουαρό, τον βρήκαμε με την Χριστίνα σ΄ ένα ξέφωτο στο Άλσος Βεΐκου, κάνοντας πεζοπορία. Ο μικρός, φαινόταν να είχε κάποιο πρόβλημα στο πίσω αριστερό ποδαράκι του, και μάλλον είχε μείνει πιο πίσω από την υπόλοιπη οικογένεια.
Στην προσπάθειά του να τους βρει, είχε χαθεί. Κοιτάξαμε τριγύρω μήπως βρούμε τ’ αδερφάκια του ή τη μητέρα του, μα τίποτα. Τον πήραμε με την Χριστίνα και τον πήγαμε στον κτηνίατρο. Σε όλη την διάρκεια της εξέτασης μας κοιτούσε μέσα στα μάτια, και αυτό τα έλεγε όλα από μόνο του. Δεν αναζητήσαμε ποτέ υιοθεσία για εκείνον [..] αποφασίστηκε να τον υιοθετήσει η οικογένεια Νικολαΐδη. Η πολυκατοικία μας ήταν ιδιόκτητη [..] οπότε θα μπορούσε να τριγυρνά στους ορόφους, στον κήπο, όπου ήθελε.
Μερικούς μήνες αργότερα, αφού μεγάλωσε αρκετά για να κάνει τις πρώτες του εξερευνήσεις, ο πατέρας μου έχτισε ένα μικρό πορτάκι στην πόρτα του κήπου, ώστε να μπαινοβγαίνει και να έχει την αυτονομία του. Αν του έλειπε η παρέα, απλά γρατζούναγε τις ξύλινες πόρτες των διαμερισμάτων για να μπει στη ζεστασιά τους. Το χειμώνα προτιμούσε το τζάκι του πατέρα μου, τα καλοκαίρια τη δική μου βεράντα. Όταν βρισκόμουν στην Αθήνα, συνήθως νιαούριζε έξω από το διαμέρισμά μου λαχταρώντας τα παιχνίδια μας. Ο Πουαρό ήταν ντετέκτιβ, οπότε το όνομά του ήταν κάτι που κέρδισε μόνος του. Μερικές από τις υποθέσεις που είχε λύσει, ήταν η κρυψώνα μιας θρυλικής βαλίτσας της γιαγιάς μου, γεμάτη κηροπήγια, που κανείς δεν γνώριζε που βρισκόταν, ξεχασμένη από το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, την οποία βρήκε θαμμένη στον κήπο [..] ένα χαμένο δαχτυλίδι της Χριστίνας του εμφανίστηκε ξαφνικά πάνω στο τραπέζι. Πάντα έλυνε μυστήρια εξαφάνισης ξεχασμένα από τον χρόνο. 
Τέντωσα την καρέκλα του γραφείου προς τα πίσω και αντίκρισα όλους τους παλιούς φακέλους, με υποθέσεις που είχα ερευνήσει, να εμφανίζονται στην επιφάνεια εργασίας. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα να διαβάζω όλα μου τα κείμενα για την υπόθεση Βερμάνη.
Μπορώ να συνεχίσω από εκεί που σταμάτησα.. τι εννοούσε ακριβώς.. αποκλείεται ν’ αναφερόταν σε κάποιο συγκεκριμένο κείμενο.. ήμουν σίγουρος πως μιλούσε για κάποιο συγκεκριμένο λίντ, όπως αποκαλούσαμε στη δημοσιογραφική πιάτσα, αυτές τις δύο πρώτες πληροφορίες, τις δυο προτάσεις που οδηγούσαν σε κάτι πολύ μεγαλύτερο.
Σε όλα μου τα άρθρα, διέκρινα έναν κοινό παρανομαστή. Άφηνα σαφείς αιχμές, πως ο Βερμάνης δεν ήταν παρά ένα πιόνι του υποκόσμου. Δρούσε απερίσκεπτα, απλά και μόνο επειδή πίστευε πως ήταν σημαντικός. Όπως πολλοί άλλοι στη θέση του, νόμιζε πως το σύστημα τον χρειαζόταν, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένας αναλώσιμος και άξεστος μπροστινός, που είχε ημερομηνία λήξης. Αν ο Βερμάνης είχε εξαφανιστεί και δεν μαθαίναμε ποτέ τίποτα για εκείνον, τότε η απάντηση θα ήταν εύκολη.
-Τον καθάρισαν και τον έβγαλαν για πάντα από τη μέση γιατί μιλούσε πολύ ή είχε δει αρκετά για να δημιουργήσει προβλήματα.-
Το περιστατικό στην πλατεία Συντάγματος όμως, άλλαζε όλο το παιχνίδι. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον είχε απαγάγει η ελληνική μαφία, απλά και μόνο για να δημιουργήσει ολόκληρο σόου για την δολοφονία του τόσα χρόνια αργότερα.
Εκδίκηση. Αυτή ήταν η μόνη λέξη που μου ερχόταν στο μυαλό εδώ και μέρες. Κάποιος είχε φυλακίσει τον Βερμάνη για να πάρει εκδίκηση για όσα δεινά του προκάλεσε. Κάποιος είχε πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του, επειδή εκείνη εθελοτυφλούσε.
Μα ποιος θα είχε τόση δύναμη; [..]
Κάποιος έπαιζε μαζί μου και με χρησιμοποιούσε για να στείλει κάποιο μήνυμα στον υπόκοσμο της Αθήνας. Κάποιος μ’ έσπρωχνε να σκαλίσω ξανά υποθέσεις που θα έφερναν στην επικαιρότητα συγκεκριμένα συμφέροντα, ίσως πρόσωπα και καταστάσεις. Κάποιος ήλπιζε πως αυτή η δήλωση θα ξεσκέπαζε σκονισμένες υποθέσεις στο χρόνο
Ο συριστικός ήχος από το κουδούνι της εξώπορτας διέκοψε την ηρεμία μου. Έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, δείγμα πως μάλλον είχα αποκοιμηθεί για αρκετές ώρες. Σηκώθηκα διστακτικά και κοίταξα από το ματάκι.[..]
«Εκεί στην Αγγλία δεν υποτίθεται πως έχουν τρόπους; Τίποτα δεν έμαθες;» είπε ο Κρατερός και σχεδόν εισέβαλε στο σαλόνι μου αναζητώντας καθαρά ποτήρια και ένα κλειστό μπουκάλι ουίσκι στο μπαρ.
«Η αλήθεια είναι δεν κάνω πολύ παρέα με Άγγλους, είναι αρκετά σνομπ.» απάντησα.
Ο Κρατερός άνοιξε ένα κλειστό μπουκάλι που δεν είχα ιδέα ποιος μου είχε κάνει δώρο και αφού γέμισε ένα ποτήρι το κατέβασε μονορούφι. Ύστερα, γέμισε ξανά κι έκατσε στον κόκκινο καναπέ, δίπλα στο τζάκι.«Θέλεις να γίνεις συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων; Ορίστε.. πάρε τη ζωή σου και γράφτη.. γιατί εσύ αγόρι μου είσαι γεννημένος για πρωταγωνιστής.»
Έβαλα στον εαυτό μου ένα ουίσκι κι έκατσα απέναντί του.
«Πως είσαι;» τον ρώτησα. Η έγνοια μου ήταν πραγματική. Ο Κρατερός είχε χάσει τον γιο του πριν πέντε χρόνια από καρκίνο. Δύο χρόνια πάλευε στα νοσοκομεία, έφυγε τριάντα οχτώ χρονών στον Άγιο Σάββα. Σαν χθες ήταν που είχε φύγει από τη ζωή. Δεν θα την ξεχνούσα ποτέ αυτή τη μαύρη επέτειο αν δεν είχε γίνει τόσο ξαφνικά η ζωή μου πρωτοσέλιδο. «Δεν υπάρχει επέτειος για τους πεθαμένους νεαρέ, αυτά είναι μόνο για τους ζωντανούς.» μου απάντησε και κατέβασε και το δεύτερο ποτήρι με το ουίσκι, δείχνοντας με τον τρόπο του πως δεν ήθελε να πει κάτι περισσότερο. Ο Κρατερός εκτός από μέντοράς μου, ήταν μύθος για την ελληνική δημοσιογραφία. Στην καριέρα του είχε πάρει συνεντεύξεις από δικτάτορες, είχε κάνει ντοκιμαντέρ στην Αφρική για την εκμετάλλευση του ντόπιου πληθυσμού από τις πολυεθνικές ενέργειας, ενώ ήταν μόνιμος συνεργάτης του πρακτορείου Ρόιτερς. Η μεγαλύτερη εγχώρια επιτυχία του, ήταν όταν ερευνώντας το χρήμα που πήγαινε σε επενδύσεις στην Αφρική, έβγαλε λαβράκι πως ο τότε Υπουργός Ενέργειας είχε φτιάξει μια εταιρεία βιτρίνα που έπαιρνε Ευρωπαϊκό χρήμα, το ξέπλενε ως ιδιωτικό στην εταιρεία που είχε φτιάξει κι έτσι εκείνος και ο πεθερός του βρέθηκαν με εκατομμύρια ευρώ σε Κυπριακές τράπεζες. «Ακούω..» μου είπε με φωνή σταθερή και σίγουρη, λες και ήξερα να του απαντήσω τι σκατά γινόταν.
Ο Κρατερός έβγαλε το σακάκι του, ακούμπησε τα πόδια του και κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ. Φαινόταν πως είχε ανάγκη να νιώσει οικεία μαζί μου, σα να υποδεχόταν τον γιο του από το εξωτερικό, κι έκαναν κουβέντα για τα δικά τους.
«Κρατερέ.. αλήθεια, αν ήξερα το οτιδήποτε θα ήσουν ο πρώτος που θα μιλούσα.. δεν έχω ιδέα γιατί έστειλε σε μένα ο δολοφόνος. Τι ξέρουμε για τον θάνατο του Βερμάνη;»
«Αυτό είναι ακόμη πιο περίεργο. Ο ιατροδικαστής λέει πως δεν υπάρχει τίποτα ύποπτο στον θάνατό του. Για την ακρίβεια, αν δεν υπήρχαν κάποιες εκδορές στο δέρμα του, που δείχνουν πως ίσως να πάλεψε για κάτι, θα μπορούσε να είχε πεθάνει ήσυχος στο κρεβάτι του. Όσο ήσυχο θα μπορούσε να πεθάνει ένα σκουπίδι της κοινωνίας όπως εκείνος.»
«Άρα έχουμε φόνο χωρίς τραύμα;»
«Ο ιατροδικαστής λέει πως οι εκδορές πιθανότατα έχουν γίνει αρκετά νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, και όχι από ανθρώπινο χέρι.» απάντησε προβληματισμένος.
«Η δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος;» ρώτησα.
«Προσπαθούν να δουν από που εστάλη το μήνυμα και με τι στοιχεία έχει ανοίξει ο λογαριασμός.[..]
Πήρα μια βαριά ανάσα.
«Στην υπόθεση Βερμάνη δεν έκανα τίποτα περισσότερο από ένα απλό ρεπορτάζ. Δεν μπορώ να καταλάβω.»
«Υπάρχει κάποια υπόθεση που σταμάτησες κάποτε να ερευνάς;»
«Η μόνη υπόθεση που δεν ολοκλήρωσα ποτέ, ήταν της Κυριακής Ρεπούση, που δολοφονήθηκε μέσα στο αστυνομικό τμήμα από έναν αξιωματικό που επικαλέστηκε νόμιμη άμυνα. Φυσικά, η υπόθεση βρώμαγε από χιλιόμετρα, αλλά εγώ ζούσα κατά τύχη σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, οπότε παραιτήθηκα από το σάιτ και πήγα στην Αγγλία με την Χριστίνα. Τα ξέρεις καλύτερα απ’ όλους αυτά.»

«Η Ρεπούση ήταν που είχε σχέσεις με εκείνον τον μαφιόζο, τον Ρουσάκη;»
«Ναι. Είχε πει στην αστυνομία πως εκείνος της συστήθηκε ως επιχειρηματίας [..] αυτός είχε πάθει εμμονή μαζί της, δεν την άφηνε να φύγει. Την χτυπούσε συχνά και ύστερα της ζητούσε συγνώμη, πως δεν θα το ξανακάνει.. ξέρεις, τα κλασικά.»
«Και μερικές βδομάδες αργότερα φάγαν και τον Ρουσάκη στο βενζινάδικο.»
«Σωστά.»
«Άρα, το ερώτημα είναι, όποιος κι αν είναι αυτός που σου έστειλε το μήνυμα, σου ζητάει να ερευνήσεις κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ξανά ή να βάλεις στη σειρά τα γεγονότα;»
Τον κοίταξα ανήσυχος.

You may also like

Back to Top