Μπήκα στο σταθμό του Γουότερλου, σχεδόν τρέχοντας για να προλάβω το τελευταίο βαγόνι για το Βόρειο Λονδίνο. Η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι. Λίγο πριν μπω μέσα στο βαγόνι έστειλα μήνυμα στη Χριστίνα και της ζήτησα να μην μπει στο ίντερνετ καθόλου. Θα της εξηγούσα όταν έφτανα σπίτι. Δεν απάντησε. Πιθανότατα είχε αποκοιμηθεί με το βιβλίο αγκαλιά στο κρεβάτι, όπως συνήθιζε.
Καθώς καθόμουν στο βαγόνι, παρατηρούσα έναν κατάκοπο νεαρό που γυρνούσε από τη δουλειά του. Φορούσε ακόμη τα μαύρα ρούχα του σερβιτόρου, με το λευκό πουκάμισο ελάχιστα ανοιχτό στο λαιμό. Αναρωτήθηκα πόσο κουρασμένοι είμαστε οι άνθρωποι. Πολλές φορές προσπαθούσα αναπνεύσω με τον ρυθμό που το έκανα παιδί, μα πάντα κάποιος κόμπος έσπαγε την ηρεμία στο στήθος μου και η αναπνοή έφευγε με βία από μέσα μου.
Πως ν’ αδικούσε κανείς όσους δεν μπορούσαν να ισορροπήσουν σε αυτή την βαθιά άρρωστη κοινωνία. Ως δημοσιογράφος, και δη του αστυνομικού ρεπορτάζ, τα μάτια μου έβλεπαν φρικτά πράγματα που δεν μπορούσα να διανοηθώ πως μπορούσαν οι άνθρωποι ακόμη και να σκεφτούν. Είχα μπει στον χώρο με μια διάθεση ρομαντική, γεμάτη λογοτεχνική περιπέτεια, όμως η καθημερινότητα ήταν φτιαγμένη από μπετό και πόνο. Δε νομίζω πως θα μπορούσα ποτέ ν’ αγαπήσω τη ζωή με τη δουλειά που είχα διαλέξει. Όταν αποφάσισα ν’ ακολουθήσω την Χριστίνα στην Αγγλία, ήλπιζα να καταφέρω να δω τον κόσμο διαφορετικά.
Έκλεισα τα μάτια και προετοιμάστηκα γι’ αυτό που ερχόταν. Ήξερα πως ότι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί, με είχε βρει στη χειρότερη στιγμή μου. Όλη η δημοσιότητα θα στρεφόταν πάνω μου, οι υποψίες θα μετατρέπονταν σε αγανάκτηση μιας βίαιης κοινωνίας που δυσπιστούσε απέναντι σε οτιδήποτε.
Ήμουν τόσο σοκαρισμένος με το πως, μετά την απόπειρα δολοφονίας μου πριν λίγα χρόνια, είχα γίνει ξανά πρώτο θέμα στα ελληνικά ΜΜΕ, που δεν συνειδητοποιούσα καν πόσο μυστήριο και παράξενο ήταν αυτό που είχε συμβεί εκείνο το βράδυ στην Αθήνα. Ένας άνθρωπος, αγνώστου ταυτότητας, οδήγησε ένα λευκό βαν μέσα στην πλατεία Συντάγματος κι εκεί παράτησε το νεκρό σώμα ενός δολοφόνου που αγνοείτο επί είκοσι χρόνια. Ύστερα, μου έκανε δημόσιο κάλεσμα να συνεχίσω την έρευνα που είχα σταματήσει κάποτε, χωρίς να ξέρω καν για ποια υπόθεση μιλούσε. Όσες φορές κι αν επαναλάμβανα την ιστορία στο κεφάλι μου, δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχε όντως συμβεί.
Κατέβηκα στο σταθμό του Φίντσλεϊ και περπάτησα μέχρι το σπίτι. Τα φώτα στα περισσότερα σπίτια είχαν ήδη σβήσει. Μικρές αχνές κηλίδες έλαμπαν από τους λιγοστούς που χάζευαν στα κινητά τους ή διάβαζαν κάποιο βιβλίο πριν κοιμηθούν κι εκείνοι. Ο άνεμος είχε αρχίσει να φουντώνει και μερικά σκόρπια φύλλα στροβιλίζονταν απαλά τριγύρω μου καθώς περπατούσα ανάμεσα στις πανύψηλες καστανιές.
Μπήκα στο σπίτι σπρώχνοντας όσο πιο απαλά γινόταν την παλιά ξύλινη εξώπορτα που είχε χαλάσει. Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα στο σαλόνι. Εκεί, στην κίτρινη πολυθρόνα, η Χριστίνα με κοίταξε με βλέμμα ανήσυχο, κουρασμένη και φοβισμένη.
«Τι σκατά συνέβη;»
«Δεν έχω ιδέα.» της απάντησα.
Άφησε μια βαθιά ανάσα να βγει από μέσα της, σηκώθηκε και μου έδωσε το κινητό της.
«Με πήραν από την Ελληνική Πρεσβεία. Μη με ρωτάς πως και που βρήκαν τον αριθμό μου, πάντως το δικό σου κινητό δείχνει μονίμως απασχολημένο. Μου είπαν πως πρέπει αμέσως να επικοινωνήσεις μαζί τους.» είπε και ύστερα έφυγε προς το δωμάτιο.
«Πρέπει να προσπαθήσω να κοιμηθώ έστω τέσσερις ώρες, έχω πολύ δουλειά αύριο.»
Κατάλαβα πως δεν είχε ιδέα τι ακριβώς είχε συμβεί, παρά μόνο πως κάπου εμπλεκόμουν εγώ. Δεν της άρεσε να χαζεύει στο διαδίκτυο με τις ώρες, το θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Ήξερε μόνο όσα λίγα της είχε αναφέρει ο Πρέσβης. Δεν της είπα τίποτα, γιατί φοβήθηκα πως δεν θα έκλεινε μάτι. Άκουσα το κλικ από τον διακόπτη και το υπνοδωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Το τηλέφωνο στην Πρεσβεία ήταν αυτό που φανταζόμουν, μια σύντομη καθαρή συνομιλία για τις επόμενες κινήσεις που έπρεπε να κάνω χωρίς να δημιουργήσω διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των δύο κρατών. Τόσο η αστυνομία, όσο και οι εισαγγελείς στην Ελλάδα με έψαχναν να δώσω εξηγήσεις.
«Δεν έχω ιδέα τι έχει συμβεί και πως εμπλέκομαι σε όλο αυτό.» είπα στον Πρέσβη.
«Κύριε Νικολαΐδη καταλαβαίνω.. φυσικά.. μπορεί να είναι μια σκευωρία σε βάρος σας.» απάντησε, αφήνοντας να εννοηθεί πως δεν πίστευε ιδιαίτερα πως είμαι τελείως αθώος. Έβηξε ελαφρώς και συνέχισε.
«..το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε είναι η πλήρη συνεργασία σας με τις αρχές. Το Υπουργείο θα το ήθελε επίσης..» συμπλήρωσε κάπως κομπιάζοντας στο τέλος, αφήνοντας να εννοηθεί πως τον είχαν στριμώξει αρκετά από την Αθήνα.
Παρόλα αυτά είχε δίκιο. Ήταν δύσκολο ακόμη και σε μένα να καταλάβω τι είχε συμβεί, πόσο μάλλον σε έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό που είδε το άψυχο σώμα ενός δολοφόνου που αγνοείτο επί τόσα χρόνια, να εμφανίζεται με αυτό τον τρόπο στη μέση της πιο κεντρικής πλατείας της Ελλάδας.
«Εντάξει..» απάντησα «..δεν έχω τίποτα να κρύψω έτσι κι αλλιώς, επικοινωνήστε με όποιον χρειάζεται, πείτε τους πως αύριο θα έρθω οικειοθελώς στην Ελλάδα και θα παρουσιαστώ όπου χρειάζεται.»Άκουσα στην ανάσα του Πρέσβη την ανακούφισή του. Μόλις είχε εξασφαλίσει την ομαλή διαχείριση μιας δύσκολης κατάστασης.
«Εντάξει κύριε Νικολαΐδη, θα είμαστε σε επικοινωνία, σας ευχαριστώ.» μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Έβαλα ένα ποτό και έκατσα στον καναπέ. Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Ποιος σκατά είχε σκοτώσει τον Βερμάνη και τι ήθελε από μένα;
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, άκουσα το νερό στο μπάνιο να τρέχει και κατάλαβα πως η Χριστίνα ετοιμαζόταν για τη δουλειά. Σηκώθηκα κι έφτιαξα καφέ. Mπήκε στο δωμάτιο με τα βρεγμένα της μαλλιά πεσμένα στους ώμους, έπιασε την κούπα με τα δυο χέρια και ήπιε δυο γουλιές. Απέφευγε να με κοιτάξει στα μάτια.
«Χριστίνα..»
«Δεν θέλω να πούμε τίποτα άλλο. Ότι ήταν να πούμε, το είπαμε χθες.»
«Πρέπει να φύγω. Σήμερα.»
«Το ξέρω.. να προσέχεις, θα μιλάμε συνέχεια.» μου είπε και το χέρι της ασυναίσθητα διαπέρασε όλο μου το σώμα, σα ν’ άπλωνε κάποια μαγική ασπίδα προστασίας πάνω μου.
«Σ’ αγαπάω.» της είπα καθώς έπαιρνε τα κλειδιά και ετοιμαζόταν να φύγει.
«Δεν αμφέβαλλα ποτέ.» μου απάντησε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Στο τρένο για το αεροδρόμιο τα βαγόνια ήταν γεμάτα. Μια μίξη από εγγλέζικη μπόχα και διεθνή αρωματική πανδαισία. Έβρεχε πολύ. Δεν κουβαλούσα ποτέ ομπρέλα μαζί μου, οπότε έγινα μούσκεμα. Έκλεισα τη βαλίτσα ανάμεσα στα πόδια μου για να μη την παρασύρουν όσοι μπαινόβγαιναν στο συρμό. Αναρωτήθηκα αν η συμπεριφορά της Χριστίνας δήλωνε άγνοια για τη σοβαρότητα της κατάστασης ή ήταν άμυνα για να μην εκραγεί. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να τιθασεύσω τη μόνιμη αγωνία μου για εκείνη. Ένιωθα να πνίγομαι στην ανάσα που μου έδινε η παρουσία της στη ζωή μου. Έπρεπε απλά να εμπιστευτώ αυτό που είχαμε χτίσει.
Το κινητό μου άρχισε να δονείται επίμονα.
‘Παρακαλώ.’
‘Κύριε Νικολαΐδη, καλημέρα, ελπίζω να μην ενοχλώ.’
Ο πρέσβης σε πρωινή υπηρεσία, μπορεί να μην είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα.
‘Καλημέρα, πείτε μου.’ απάντησα κάπως αδιάφορα και λίγο ενοχλημένος.
‘Ήθελα να ρωτήσω αν είναι όλα εντά..’
Κόπηκε το σήμα.
«Κύριε Νικολαΐδη.. με ακούτε.. καλημέρα, ελπίζω να κοιμηθήκατε χθες, είχατε μια δύσκολη μέρα.»
Δεν απάντησα στο σχόλιο. Ύστερα από μια μικρή παύση συνέχισε μ’ έναν μικρό γρύλισμα στο λαιμό.
«Η κυβέρνηση θέλει να διαχειριστεί το θέμα με διακριτικότητα. Εκτιμούν πολύ την άμεση ανταπόκρισή σας και την προσπάθεια να βρεθεί η αλήθεια πίσω από αυτή την ακατανόητη πράξη..»
Όση ώρα μιλούσε σκεφτόμουν πόσο πολιτικάντικος ακουγόταν ο λόγος του.
«..μόλις φτάσετε στην Αθήνα, θα σας περιμένει ένα μαύρο αυτοκίνητο με δύο αστυνομικούς που θα βρίσκονται σε μυστική υπηρεσία. Είναι για την προστασία σας. Δεν γνωρίζουμε αν ο δολοφόνος επιδιώκει να επικοινωνήσει μαζί σας.»
«Τέλεια.» απάντησα με μεγάλη δόση ειρωνείας, ύστερα από τον βαρετό μονόλογό του, σχετικά με τα πρέπει και τα μη των επόμενων κινήσεών μου.
Δεν άκουγα παρά μόνο αποσπάσματα απ’ όσα έλεγε πλέον. Το τρένο έφευγε από την πλατφόρμα και κατευθυνόταν βαθιά μέσα στη γη.
«Γνωρίζω πως έχει γίνει απόπειρα προς το πρόσωπό σας στο παρελθόν.. θέλω να ξέρετε πως οι δύο χώρες βρίσκονται σε συνεργασία..»
«Είμαι στο μετρό. Δεν ακούω τίποτα, συγνώμη, πρέπει να κλείσω.» του είπα με δυνατή φωνή, προσπαθώντας να επιβληθώ στον ανατριχιαστικό θόρυβο του συρμού καθώς διέσχιζε τις υπόγειες διαδρομές.
«Φυσικά.. Νικολαΐδη.. Μην διστάσετε..» είπε και η φωνή του χάθηκε.
Έκλεισα το τηλέφωνο κι έβαλα τ’ ακουστικά μου. Παρά τη φασαρία άφησα τις νότες των The Cure να χαθούν στ’ αυτιά μου, αναζητώντας ένα μέρος να ηρεμίσω και να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη.
Έφτασα στο Χίθροου κάπου στις επτά και τέταρτο. Η ομίχλη είχε αγκαλιάσει το αεροδρόμιο. Τα σύννεφα φίλτραραν το λιγοστό φως της ανατολής και το άφηναν ν’ ακουμπήσει απαλά στο έδαφος. Η πίστα έμοιαζε με κάποιο σετ κινηματογραφικής ταινίας. Αφού πέρασα τους τυπικούς ελέγχους, έκατσα στον χώρο αναμονής και προσποιήθηκα πως δεν αντιλαμβανόμουν τα έντονα βλέμματα των συμπατριωτών μου, που κατευθύνονταν προς Αθήνα. Πλέον, το πρόσωπό μου ήταν πρώτο θέμα στο BBC και έπαιζε ζωντανά σε όλες τις οθόνες.
Η πτήση καθυστέρησε περίπου μισή ώρα.
«Ο κύριος Νικολαίδης;» άκουσα μια φωνή από μακριά να μου απευθύνει τον λόγο. Έβγαλα τ’ ακουστικά μου. Μια ευγενική κοπέλα, με τα μαλλιά της πιασμένα κοτσίδα, γύρω στα είκοσι έξι, με κοιτούσε χαμογελαστή.
«Μάλιστα της απάντησα.»
«Θα ήθελα να σας ενημερώσω πως επειδή η πτήση είναι γεμάτη, σας έχουμε αναβαθμίσει, χωρίς κανένα έξτρα κόστος στην VIP καμπίνα για το σημερινό σας ταξίδι. Καμία αλλαγή δεν θα υπάρξει για εσάς, απλά θα έχετε ένα πιο άνετο ταξίδι.»
«Μα.. εγώ..» ξεκίνησα να λέω και ύστερα κατάλαβα πως δεν είχε νόημα να ζητήσω οποιαδήποτε εξήγηση. Προφανώς, είχε κανονιστεί να ταξιδέψω για λόγους ασφαλείας σε έναν πιο ελεγχόμενο χώρο. Υπερπλήρης και κουραφέξαλα σκέφτηκα. Κάποιος μυστικός αστυνομικός θα καθόταν κοντά μου, ώστε να ελέγχει την κατάσταση.
«Εντάξει, σας ευχαριστώ.» απάντησα στην κοπέλα κι εκείνη μου χαμογέλασε ξανά και κατευθύνθηκε πίσω στον κισέ. Κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας να διακρίνω κάποιον περίεργο τύπο που θα με κοιτούσε, αλλά μάταια. Όποιος και να ήταν θα ήταν αρκετά καλά εκπαιδευμένος ώστε να φοράει παντόφλα με λευκή κάλτσα και χακί βερμούδα. Κοίταξα ξανά τον ουρανό, ένα ουράνιο τόξο είχε σχηματιστεί στον ορίζοντα, αλλά η βροχή συνέχιζε ασταμάτητη.
Η πτήση ήταν ήρεμη. Πάνω από τα σύννεφα της υπόλοιπης Ευρώπης ο ήλιος έλαμπε και οι άνεμοι ταξίδευαν σε άλλες ηπείρους. Δεν ξέρω αν η ασφάλειά μου ήταν η κυρία με το ψάθινο καπέλο δίπλα μου ή ο ψηλός λόρδος με τα τζίντζερ μαλλιά, πάντως κανένας δεν μ’ έκανε να νιώσω άβολα.
Κατέβηκα στο Ελευθέριος Βενιζέλος και άνοιξα το κινητό μου. Είχα απενεργοποιήσει όλες τις ειδοποιήσεις από τις εφαρμογές. Δεχόμουν μόνο μηνύματα στον τηλεφωνικό μου αριθμό. Βρήκα μόνο δύο μηνύματα, ένα από τη Χριστίνα που με ρωτούσε αν έφτασα καλά και άλλο ένα από έναν άγνωστο αριθμό που μου προέτρεπε μόλις προσγειωθώ να πάω στην έξοδο κινδύνου και να μιλήσω στον κύριο με το πράσινο μπουφάν.
Είχα αρχίσει να κουράζομαι από αυτή την τάση που είχαν αναπτύξει όλοι να μου δίνουν εντολές, όμως καταλάβαινα πως σε όλη αυτή την ιστορία ήμουν μαριονέτα. Καλύτερα να έκανα ότι ήθελαν μέχρι να πάω στο σπίτι μου και ν’ αρχίσω να ερευνώ ο ίδιος τι είχε συμβεί, αλλιώτικα μόνο υποψίες θα κινούσα. Πήρα τη βαλίτσα μου και κατευθύνθηκα στην έξοδο κινδύνου.
«Ο κύριος Νικολαίδης;» με ρώτησε ένας εύσωμος μεσήλικας με μια μικρή καράφλα.
«Μάλιστα.» του απάντησα.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα ένα διάδρομο που έμοιαζε με αποθήκη.
«Έτσι θα αποφύγετε τους δημοσιογράφους.» μου είπε ο συμπαθέστατος κατά τ’ άλλα κύριος με το γιλέκο.
«Ευχαριστώ.» του απάντησα, νιώθοντας μια μικρή ενοχή που θ’ απέφευγα τους συναδέλφους μου ενώ δεν είχα τίποτα να κρύψω.
«Καλή τύχη!» μου είπε κάπως προβληματισμένος ο υπάλληλος και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Βγήκα στην διάβαση, πήρα το πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου και κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου στο Γαλάτσι.