15 Ιουλίου 2022
Νέος ρεπόρτερ, την εποχή των μνημονίων στην Ελλάδα, κατάφερα να ξεχωρίσω κυρίως για την ικανότητα που είχα να συνδυάζω το θράσος με την ευγένεια. Οι περισσότεροι συντάκτες της εποχής ασχολούνταν με την διαλυμένη οικονομία, τις πολιτικές εξελίξεις και τις ινκόγκνιτο επισκέψεις παρηκμασμένων σελέμπριτι του Χόλιγουντ, που δήλωναν συμπαράσταση στα βάσανα ενός ολόκληρου λαού, μέσα από τα πανάκριβα σκάφη τους. Εγώ πάλι, δεν γοητευόμουν ούτε από την ασχήμια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ούτε από την ανθρώπινη υποκρισία.
Εκείνη την εποχή, είχα παρατηρήσει πως η Ελλάδα βούλιαζε στη λάσπη της παρανομίας και του κοινωνικού εξευτελισμού. Έβλεπα ανθρώπους να χάνουν την ηθική τους πυξίδα, ν΄ αναζητούν με κάθε τρόπο την πλασματική ευημερία που τους είχε υποσχεθεί το αναξιοκρατικό σύστημα που τους έθρεψε. Παρατηρούσα σκυμμένα κεφάλια και σπασμένα πρόσωπα, άκουγα τις φωνές από τ' ανοιχτά παράθυρα, ένιωθα τους τοίχους που τραντάζονταν. Ένας κύκλος βίας ξεκινούσε.
Πέρασα αρκετούς μήνες σ’ εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς που με άφησαν απλήρωτο. Άλλοι βάρεσαν κανόνι, άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό με σακούλες γεμάτες δολάρια, άλλοι πέθαναν και άφησαν πίσω μόνο χρέη. Στην καλύτερη ο μισθός ήταν πεντακόσια στο χέρι με την υποχρέωση να γράφεις ότι ήθελε η εργοδοσία. Είχα ξεκινήσει ένα δικό μου μπλόγκ στο οποίο αρθρογραφούσα καθημερινά και μοιραζόμουν τις σκέψεις μου στο Τουίτερ.
Τον Ιούνιο του 2015, μια από τις λίγες ιστοσελίδες που έκαναν σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία στην Ελλάδα, οι "Αδέσμευτοι Ρεπόρτερ" ή αλλιώς Άλφα Ρώ, όπως τους έλεγε η πιάτσα μας, με κάλεσε για συνέντευξη. Παρακολουθούσαν τη δουλειά μου και ήθελαν να με γνωρίσουν. Διευθυντής της σελίδας ήταν ένας θρύλος της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο Μιχάλης Κρατερός. Δυνατή πένα, με δεκάδες αποκαλυπτικά ρεπορτάζ στο ενεργητικό του, είχε γίνει διάσημος τη δεκαετία του ’90, όταν αποκάλυψε ένα δίκτυο παράνομων παρακολουθήσεων της τότε κυβέρνησης στην προσπάθειά της να διασπάσει την αντιπολίτευση για να παραμείνει στη εξουσία. Ανατρίχιασα στην ιδέα που θα δούλευα δίπλα σε μια τόσο εμβληματική μορφή. Τελικά, από εκείνον τον Ιούνιο μέχρι την ημέρα που εγκατέλειψα τη δημοσιογραφία δεν έφυγα από το πλάι του.
Τα χρόνια που μεσολάβησαν δούλεψα διάφορες υποθέσεις, κυρίως διαφθοράς και κοινωνικής προστασίας. Η μια υπόθεση έφερε την άλλη και σαν κρίκοι ενωμένοι με οδήγησαν στο αστυνομικό ρεπορτάζ, να καλύπτω την ελληνική μαφία και τις αλλαγές στ’ αφεντικά της νύχτας. Δεν θα πω ψέματα πως δεν φοβόμουν, έστω και λιγάκι, όμως μέσα στην νεανική μου αφέλεια ένιωθα ανίκητος, κυρίως γιατί είχα χτίσει ένα δίκτυο γνωριμιών που ένιωθα πως ήλεγχα, όσο η ματαιοδοξία μου επεξεργαζόταν τους τρόπους με τους οποίους θα ξεσκέπαζα τ’ οργανωμένο έγκλημα που ρουφούσε καθημερινά όλο και περισσότερα νέα παιδιά.
Τον Μάϊο του 2022, ένα ήρεμο απόγευμα, δημοσίευσα ένα ρεπορτάζ για τον «Καράφλα», τον εγκέφαλο της Δυτικής Αττικής, που φαίνεται πως ακούμπησε κάποια ευαίσθητη χορδή. Φυσικά, το γεγονός πως μπαινόβγαινα στη ΓΑΔΑ για πληροφορίες δεν βοηθούσε καθόλου, όπως ούτε το ότι η πιάτσα ήξερε πως μεγαλωμένος στην Κυψέλη, ήξερα κόσμο και κοσμάκι στο κέντρο της Αθήνας.
Ήταν καλοκαίρι, ξημέρωμα 15ης Ιουλίου, είχα μείνει στη Χριστίνα στην Καλλιθέα. Ήμασταν ήδη αρκετό καιρό μαζί και μοιράζαμε τις μέρες μας πότε στο δικό της και πότε στο δικό μου διαμέρισμα, μέχρι ο πιο θαρραλέος να προτείνει τη συγκατοίκηση. Ξύπνησα νωρίς από τη ζέστη και αποφάσισα να πάω στο σπίτι μου στην Άνω Κυψέλη. Μόλις έφτασα στο πάρκινγκ, για κάποιο τυχαίο λόγο που τελικά μου έσωσε τη ζωή, αντί να σβήσω τη μηχανή και να κατευθυνθώ στην είσοδο όπως συνήθιζα, άφησα τα κλειδιά πάνω στο τιμόνι με τον κινητήρα να μουγκρίζει. Έβγαλα το κινητό μου για να δω μήπως είχα κάποια ειδοποίηση από τον γαμπρό μου. Η αδερφή μου ήταν στις μέρες της και περιμέναμε όλοι με αγωνία το νέο μέλος.
Είχα την συνήθεια να φοράω πάντα προστατευτικό τζάκετ και κράνος. Είχε τόση ζέστη που το προστατευτικό πορτάκι μπροστά στα μάτια μου θόλωσε από τον ιδρώτα και ίσα που έβλεπα. Με την άκρη του ματιού μου, έπιασα μια σκιά να κινείται πίσω από το κόκκινο αυτοκίνητο του πατέρα μου, έναν τύπο με κοστούμι που δεν έμοιαζε με κανέναν που γνώριζα. Σκέφτηκα πόσο περίεργη ώρα ήταν για να είναι κάποιος επισκέπτης. Κοίταξα χαμηλά και ανάμεσα στο γεμάτο από την υγρασία κράνος μου είδα στο χέρι του ένα όπλο. Κοίταξα τον καθρέπτη της μηχανής και είδα πίσω μου έναν δεύτερο τύπο με φούλ φέις στο κεφάλι καβάλα σε μια βέσπα. Ο κουστουμάτος σήκωσε το όπλο και με σημάδεψε.
Ασυναίσθητα, άπλωσα το χέρι μου στο τιμόνι και πάτησα το γκάζι της μηχανής στο τέρμα. Η μηχανή έφυγε άτσαλα προς τα εμπρός και έγειρε προς τ’ αριστερά πριν χτυπήσει στον τοίχο της πιλοτής. Άκουσα τρεις πυροβολισμούς. Ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα στο κράνος, ένα κάψιμο στο χέρι μου, σαν κάποιος να με τραυματίζει με μαχαίρι και ύστερα σωριάστηκα στο έδαφος με την μηχανή αναμμένη να πλακώνει το αριστερό μου πόδι.
Χωρίς να μπορώ να διανοηθώ τι είχε μόλις συμβεί, είδα τη φιγούρα που με πυροβόλησε να σηκώνετε από το έδαφος και να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Ύστερα, άκουσα μια δυνατή φωνή - «Αλήτες! Τι γίνεται εδώ!»
Το κράνος μου είχε θολώσει τελείως, δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου. Ήμουν σίγουρος που μετρούσαν αντίστροφα τα τελευταία μου δευτερόλεπτα στη γη. Άκουσα δύο ακόμη πυροβολισμούς, όμως δεν ένιωσα τίποτα στο κορμί μου. Ένας δυνατός ήχος από λάστιχο που φθείρεται πάνω σε χαλίκι μ’ έκανε να πάρω την πρώτη μου ανάσα από τη στιγμή που έπεσα στο έδαφος. Ανασήκωσα σοκαρισμένος το κεφάλι μου και με χέρια μου άνοιξα το προστατευτικό πλαστικό του κράνους. Ο πόνος στο πόδι μου από το βάρος της μηχανής έγινε αφόρητος. Είδα δύο φιγούρες ν’ απομακρύνονται και στην άκρη της αυλής αιμόφυρτο τον κύριο Λευτέρη από την διπλανή πολυκατοικία.
Λένε πως μετά από ένα τραυματικό συμβάν, ο εγκέφαλός μας μπορεί να διαγράψει αν όχι ολόκληρο το γεγονός, τότε ίσως κομμάτια αυτού, στην προσπάθειά του να μας προστατέψει. Αυτό, κλινικά ονομάζεται διασχηστική αμνησία.
Φυσικά, μπορεί να υπάρχει και κάποια άλλη ερμηνεία ή αιτία της λήθης στην οποία μπαίνουν οι αναμνήσεις μας, παρόλα αυτά εγώ κράτησα εκείνη που θεώρησα πως απέδιδε καλύτερα το τι μου συνέβη. Οι στιγμές από τους τελευταίους πυροβολισμούς, τα ράμματα στο τραυματισμένο μου χέρι και τον πρώτο μου ορό στο κρεβάτι του νοσοκομείου, πέρασαν σαν μια τσαλακωμένη σελίδα βιβλίου με σβησμένες ολόκληρες προτάσεις από μπροστά μου. Δεν είχα ιδέα πόσες ώρες πέρασαν, τι συνέβη ή που βρισκόμουν.
Κοιμήθηκα, με τα μάτια μου σφιχτά. Το σώμα μου σε σοκ δεν μετακινήθηκε χιλιοστό όλο το βράδυ. Κάθε που άνοιγα τα μάτια μου από την ένταση, έβλεπα την ίδια σκηνή ξανά και ξανά. Εμένα να κρατάω το κινητό, να νιώθω την μηχανή να γρυλίζει σα ν’ ανησυχούσε για κάτι που δεν είχα ακόμη καταλάβει κι ένα όπλο να σηκώνεται και να με σημαδεύει.
«Δεν μπορεί να βγήκα ζωντανός από αυτή τη σκηνή.» σκεφτόμουν ξανά και ξανά και ύστερα βυθιζόμουν σε μια κατάσταση που έμοιαζε περισσότερο με πνευματική φυλακή παρά με ύπνο.
Κάπως είχε χαράξει. Άκουσα έναν ήχο διαφορετικό, σαν κουδούνισμα. Με την άκρη του ματιού μου, είδα ένα μπλε παλιό τηλέφωνο, από εκείνα που έπρεπε με τον δείκτη του χεριού σου να μετακινήσεις την πλαστική ροδέλα και να σχηματίσεις τον αριθμό που ήθελες να καλέσεις. Ήταν ακριβώς το ίδιο μ’ εκείνο που είχαμε στο σαλόνι του σπιτιού μας όταν ήμουν μικρός. Τριγύρω, σκόρπια πρωτοσέλιδα εφημερίδων με την αναγγελία του θανάτου μου. Θα ορκιζόμουν πως άκουγα το τηλέφωνο να χτυπά ασταμάτητα.
«Γιατί δεν το σηκώνει κανείς;»
Ήταν όντως εκεί ή το φανταζόμουν από τα πολλά παυσίπονα που μου είχαν δώσει για το αριστερό μου πόδι που υπέφερε; Ένιωθα ένα μούδιασμα που αναρριχούνταν προς τη μέση μου και γινόταν πόνος που με χτυπούσε σαν ρεύμα. Ήταν το ίδιο πόδι που είχα χτυπήσει στην Σάμο σ’ εκείνη την αδιανόητη συμπλοκή με μια ομάδα ακροδεξιών που κατέληξε μ’ εμένα να κατρακυλάω στα βράχια.
Πονούσα πολύ. Άρχισα να παραπονιέμαι για το θόρυβο, να φωνάζω να τον σταματήσει κάποιος, μα οι κραυγές μου ήταν βουβές, τις ένιωθα να πνίγονται σα να ήμουν εγκλωβισμένος μέσα σ’ ένα γυάλινο κουτί. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και δίπλα μου είδα μια μοναχή να προσεύχεται για μένα. Έμοιαζε με τη μητέρα μου. Η σχέση μας ήταν περίπλοκη, είχαμε να μιλήσουμε μήνες. Δεν θα μου φαινόταν παράξενο αν δεν μάθαινε ποτέ τι μου συνέβη, ακόμη κι αν το όνομά μου ήταν παντού το πρώτο θέμα εκείνη την ημέρα. Είδα μπροστά μου τον άνδρα με το κοστούμι που με σημάδεψε στο γκαράζ το σπιτιού μου. Σήκωσε το όπλο και προς μεγάλη μου έκπληξη, αντί για μένα, σημάδεψε την γυναίκα. Έκανα να φωνάξω ξανά, προσπάθησα ν’ αντιδράσω και ανασηκώθηκα στο κρεβάτι κάνοντας μια κίνηση απελπισίας να σταματήσω την σφαίρα με την παλάμη μου. Ύστερα λιποθύμησα.
Άγνωστο για μένα πόσες ώρες αργότερα είδα τη Χριστίνα δίπλα μου να με κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα χαρμολύπης. Ανακουφισμένη που είχα επιζήσει της απόπειρας δολοφονίας, αλλά τρομοκρατημένη με ό,τι μου είχε συμβεί. Ψιθύρισε διάφορα όμορφα λόγια από τα οποία δεν έπιασα σχεδόν τίποτα. Το βλέμμα μου έπεσε στον πατέρα μου που έβγαλε ένα μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του.
«Που είναι η μικρή, μ’ εκείνη έπρεπε να είστε.» είπα έχοντας στο μυαλό στην αδερφή μου που θα γεννούσε.
«Είναι με τον Βασίλη, κανείς δεν θα της πει τίποτα μέχρι να γεννήσει. Όλα είναι καλά.» απάντησε η Χριστίνα.
Την επόμενη μέρα γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Τέσσερις μέρες μείναμε και οι δύο στο νοσοκομείο, δύο οικοδομικά τετράγωνα χώριζαν την δική της ευτυχία με τους δικούς μου εφιάλτες.
Η μια σφαίρα χτύπησε στο κράνος και μου έσωσε τη ζωή, η δεύτερη έξυσε το αριστερό μου χέρι και μου χάρισε οκτώ ράμματα. Η τρίτη βρήκε τον τοίχο. Το πόδι μου, ένα βήμα πριν τη θλάση τρίτου βαθμού, ίσως να γλίτωνε το χειρουργείο με σοβαρότητα από την πλευρά μου και πετυχημένες θεραπείες. Ένα μήνα κράτησα τις πατερίτσες και τα χάπια στο κομοδίνο.
Απ’ όλα τα παραπάνω, περισσότερο πονούσε η αδυναμία μου να αισθανθώ οτιδήποτε. Ένα κενό μέσα στο στήθος μου και μια απορία. – «Τι είχα γράψει που οδήγησε τη νύχτα να διατάξει συμβόλαιο θανάτου σε βάρος μου;»
Κοίταξα τη Χριστίνα που μιλούσε ακατάπαυστα από την αμηχανία της και την διέκοψα απότομα. – «Ευτυχώς δεν τραυματίστηκε κανείς από τους πυροβολισμούς της είπα.»